ZOTOS ACADEMY

SCROLL TO EXPLORE

“Είμαστε μια πλήρως ανεξάρτητη εταιρεία παροχής επενδυτικών υπηρεσιών με εξειδίκευση στην παροχή επενδυτικών συμβουλών. Σχεδιάζουμε λύσεις προσαρμοσμένες στο επενδυτικό προφίλ σας, ώστε να επωφελείστε πλήρως από την εμπειρία και γνώση του εξειδικευμένου στελεχιακού δυναμικού μας και των διεθνών οίκων, με τους οποίους συνεργαζόμαστε.”

Αγορά – Πρωτόγεννής και Δευτερογενής
Στην πρωτόγεννή αγορά οι εκδότες (κράτη, εταιρείες κτλ), εκδίδουν για πρώτη φορά χρεόγραφα στους επενδυτές και εισπράττουν χρήματα από αυτούς. Στην πραγματικότητα η πρωτόγεννής αγορά είναι εκεί που δημιουργούνται τα επενδυτικά προϊόντα. Για παράδειγμα όταν μια εταιρεία πραγματοποιεί δημόσια εγγραφή (IPO), δηλαδή πραγματοποιεί έκδοση μετοχών στο χρηματιστήριο, αυτό συμβαίνει στην πρωτόγεννή αγορά και έτσι οι μετοχές της αποκτάν υπόσταση. Κατά την διαδικασία της έκδοσης, οι επενδυτές δίνουν χρήματα για την απόκτηση των μετοχών στην εταιρεία και η εταιρεία εφόσον εισπράξει τα χρήματα, τους παραχωρεί τις μετοχές. Εν συνεχεία οι μετοχές διαπραγματεύονται στη δευτερογενή αγορά, δηλαδή στο χρηματιστήριο.
Πρέπει να τονιστεί ότι η πρωτόγεννής αγορά είναι η μοναδική αγορά στην οποία οι εκδότες εισπράττουν χρήματα από τους επενδυτές. Στη δευτερογενή αγορά τα κεφάλαια από της αγοραπωλησίες μετοχών, ομολόγων κτλ, μεταφέρονται ανάμεσα στους επενδυτές και μόνο.

Δευτερογενής Αγορά – Χρηματιστήριο
Εφόσον έχει πραγματοποιηθεί η έκδοση των χρηματοοικονομικών προϊόντων στην πρωτόγεννη αγορά, ξεκινάει η διαπραγμάτευση τους στο χρηματιστήριο.
Με τον όρο χρηματιστήριο, περιγράφεται μια οργανωμένη αγορά κινητών αξιών (μετοχών, ομολόγων, ETF κτλ), στην οποία πραγματοποιούνται συναλλαγές μεταξύ αγοραστών και πωλητών. Μέσα από το μηχανισμό του χρηματιστηρίου δίνεται η δυνατότητα στους επενδυτές να μπορούν να ρευστοποιούν ευκολά τις επενδύσεις τους και εξίσου ευκολά να επενδύουν τα κεφάλαια τους.
Μέσα από τη διαδικασία των αγοραπωλησιών διαμορφώνεται η τιμή των κινητών αξιών. Ειδικότερα, σε κάθε συναλλαγή υπάρχουν δύο μέρη, ο αγοραστής και ο πωλητής, δηλαδή υπάρχουν αυτοί που ζητάνε το διαπραγματεύσιμο προϊόν και αυτοί που το προσφέρουν. Όταν οι πωλητές-προσφορά είναι ισχυρότερη από τους αγοραστές-ζήτηση, οι τιμές οδηγούνται σε χαμηλότερα επίπεδα, ενώ αντίθετα όταν οι αγοραστές-ζήτηση είναι ισχυρότερη από τους πωλητές-προσφορά τότε η τιμή του διαπραγματεύσιμου προϊόντας αυξάνει.

Αγοραπωλησία στο Άνοιγμα (At the opening)

At the close είναι εντολή ενός επενδυτή προς ένα χρηματιστή για αγορά ή πώληση ενός χρεογράφου εντός των τελευταίων τριάντα (30) δευτερολέπτων πριν ολοκληρωθούν οι συναλλαγές στο Χρηματιστήριο.

Είναι το αντίθετο της εντολής στο κλείσιμο.

Γενικά υπάρχουν οι αγοραπωλησίες

at discretion

at limit

at market

at or better

at the opening

at the close

 

Αγοραπωλησία στο Κλείσιμο (At the close)

At the close είναι εντολή ενός επενδυτή προς ένα χρηματιστή για αγορά ή πώληση ενός χρεογράφου εντός των τελευταίων τριάντα (30) δευτερολέπτων πριν ολοκληρωθούν οι συναλλαγές στο Χρηματιστήριο.

Είναι το αντίθετο της εντολής στο άνοιγμα.

Γενικά υπάρχουν οι αγοραπωλησίες

at discretion

at limit

at market

at or better

at the opening

at the close

Αριθμοδείκτες
Οι επενδυτές και οι αναλυτές χρησιμοποιούν τους χρηματοοικονομικούς αριθμοδείκτες έτσι ώστε να προσεγγίσουν την ποιότητα, την υγεία και τη κερδοφορία της εταιρείας. Η εφαρμογή των αριθμοδεικτών συμβάλει έτσι ώστε να γίνεται πιο κατανοητή η εικόνα των οικονομικών καταστάσεων της και να είναι εύκολα συγκρίσιμες με τις καταστάσεις άλλως εταιρειών.

Είδη Αριθμοδεικτών:
Αριθμοδείκτες Ρευστότητας: Εκφράζουν την ικανότητα της εταιρείας να  ικανοποιήσει τις βραχυπρόθεσμες υποχρεώσεις της.
Αριθμοδείκτες Φερεγγυότητας: Εκφράζουν την ικανότητα της εταιρεία να ικανοποιήσει τις δανειακές της υποχρεώσεις.
Αριθμοδείκτες Κερδοφορίας: Εκφράζουν την ικανότητα της εταιρείας να παράγει κέρδη.
Αριθμοδείκτες Αποτελεσματικότητας: Εκφράζουν πόσο αποτελεσματικά η εταιρεία αξιοποιεί τους παραγωγικούς της συντελεστές για να παράγει πωλήσεις.

Βασικά Επιτόκια ΕΚΤ (ECB interest rates)

Βασικά επιτόκια της ΕΚΤ είναι τα επιτόκια που καθορίζονται από το Διοικητικό Συμβούλιο και αντανακλούν την κατεύθυνση της νομισματικής πολιτικής της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ).

Αυτά είναι:         το επιτόκιο των πράξεων κύριας αναχρηματοδότησης

το επιτόκιο της διευκόλυνσης οριακής χρηματοδότησης

το επιτόκιο της διευκόλυνσης αποδοχής καταθέσεων

 

Βασικό Νόμισμα (Base currency)

Βασικό νόμισμα είναι το νόμισμα στο οποίο εκφράζονται τα κέρδη και οι ζημίες από τη διαχείριση ενός διεθνούς χαρτοφυλακίου νομισμάτων και χρεογράφων.

Στη λογιστική κρατών, βασικό είναι το νόμισμα του κράτους στο οποίο θα εκφρασθούν τελικά όλοι οι αποτελεσματικοί λογαριασμοί.

Στην Ευρωζώνη, βασικό νόμισμα είναι το ευρώ στο οποίο αποτυπώνονται τα μεγέθη του ισολογισμού και των αποτελεσμάτων χρήσεως.

 

Βιβλίο (Book)

Βιβλίο (book) είναι το σύνολο των θέσεων (positions) ενός τραπεζίτη ή ενός trader.

Γραμμάτια κυμαινόμενου επιτοκίου (floating rate notes)

Τα γραμμάτια κυμαινόμενου επιτοκίου είναι γραμμάτια τα οποία έχουν ένα επιτόκιο το οποίο δεν είναι σταθερό αλλά κυμαίνεται ανάλογα με τα επιτόκια της αγοράς.

Το ποσό του τοκομεριδίου κάθε γραμματίου κυμαινόμενου επιτοκίου θα είναι συνδεδεμένο με ένα επιτόκιο αναφοράς (π.χ. LIBOR).

Παράδειγμα:

Ένα γραμμάτιο κυμαινόμενου επιτοκίου μπορεί να εκδοθεί με επιτόκιο LIBOR+0,1%. Αυτό σημαίνει ότι ο εκδότης θα πληρώνει στον κάτοχο τοκομερίδια 0,1% πάνω από το εκάστοτε επιτόκιο LIBOR. Το ποσοστό μεταξύ του επιτοκίου του τοκομεριδίου και του επιτοκίου αναφοράς είναι το λεγόμενο περιθώριο (margin).

Η περίοδος επιτοκίου αναφοράς (reference rate period) είναι η περίοδος στην οποία αναφέρεται το επιτόκιο αναφοράς π.χ. 6μηνο LIBOR.

Επίσης κάθε γραμμάτιο κυμαινόμενου επιτοκίου θα έχει μία συχνότητα καταβολής τοκομεριδίων (coupon payment frequency), δηλαδή θα είναι ορισμένο το κάθε πότε θα πληρώνονται τα τοκομερίδια, και μία ορισμένη ωρίμανση (maturity).

Δαπάνες Κεφαλαίου (Capital expenditure)

Δαπάνες κεφαλαίου είναι οι κατηγορίες δαπανών που χρεώνονται στους λογαριασμούς φυσικών ή νομικών προσώπων και αφορούν την καταβολή τόκων, την αποπληρωμή δανείων και τις αποσβέσεις παγίων περιουσιακών στοιχείων.

 

Δεδουλευμένα Έξοδα (Accrued expense / charges)

Δεδουλευμένα έξοδα είναι οφειλόμενα έξοδα που η εξόφλησή τους γίνεται με καθυστέρηση σε καθορισμένες ημερομηνίες, π.χ. ενοίκια.

 

Δεδουλευμένο Εισόδημα / Δεδουλευμένα Έσοδα (Accrued income)

Δεδουλευμένα έσοδα είναι το εισόδημα που δημιουργήθηκε σε μια διαχειριστική χρήση και το οποίο δεν έχει εισπραχθεί μέσα στη χρήση που δημιουργήθηκε.

 

Δεδουλευμένοι τόκοι (Accrued interest)

Δεδουλευμένοι τόκοι είναι οι τόκοι που συσσωρεύονται μεταξύ των ημερομηνιών πληρωμής τοκομεριδίου ενός ομολόγου. Όσο πλησιάζει η επόμενη ημερομηνία πληρωμής, τόσο αυξάνονται οι δεδουλευμένοι τόκοι.

Επίσης δεδουλευμένοι τόκοι είναι οι τόκοι που έχουν συσσωρευτεί μεταξύ της τελευταίας πληρωμής τοκομεριδίου και της ημερομηνίας πώλησης του ομολόγου ή γενικά άλλου χρεογράφου σταθερού εισοδήματος.

Ο ομολογιούχος που πουλάει ένα ομόλογο μεταξύ των ημερομηνιών πληρωμής τοκομεριδίων έχει δικαίωμα πάνω στους δεδουλευμένους τόκους του ομολόγου που κερδήθηκαν κατά τη διάρκεια του χρόνου που το ομόλογο ήταν στην κυριότητα του.

Κατά τη στιγμή της πώλησης, ο αγοραστής καταβάλλει στον πωλητή την καθαρή τιμή του ομολόγου συν τους δεδουλευμένους τόκους, οι οποίοι υπολογίζονται πολλαπλασιάζοντας το τοκομερίδιο επί τον αριθμό των ημερών που έχουν παρέλθει από την τελευταία πληρωμή.

Όταν γίνει μια αγοραπωλησία ο αγοραστής δεν αγοράζει μόνο το υποκείμενο χρεόγραφο, αλλά και το δικαίωμα στην επόμενη πληρωμή τοκομεριδίου, συμπεριλαμβανομένων και των οφειλόμενων τόκων για την περίοδο πριν αγοραστεί το ομόλογο.

Προκειμένου να αντισταθμίσει την απώλεια αυτή, ο πωλητής υποχρεώνει τον αγοραστή να πληρώσει ένα επιπλέον ποσό ίσο με τους δεδουλευμένους τόκους από την τελευταία ημερομηνία καταβολής τοκομεριδίου μέχρι τη στιγμή της αγοράς.

Παράδειγμα:

Αν ένα ομόλογο αξίας 1.000€, με επιτόκιο 12%, πλήρωσε τοκομερίδιο πριν δύο μήνες, ο αγοραστής πρέπει να πληρώσει στον πωλητή 20€ (το επιτόκιο δύο μηνών επί 1% επιτόκιο/μήνα) για δεδουλευμένους τόκους επιπλέον της αρχικής τιμής.

Αυτά τα επιπλέον έξοδα θα επιστραφούν στον αγοραστή όταν πληρωθούν σε αυτόν τοκομερίδια έξι μηνών, παρόλο που ο ίδιος έχει στην κατοχή του το ομόλογο για μόλις τέσσερις μήνες.

Τα ομόλογα συνήθως πληρώνουν τοκομερίδιο κάθε έξι μήνες αλλά το επιτόκιο υπολογίζεται από τους ομολογιούχους σε καθημερινή βάση.

Αμέσως μετά την πληρωμή τοκομεριδίου, η καθαρή τιμή του ομολόγου θα ισούται με την μικτή (dirty).

 

Δεδουλευμένος (Accrued)

Δεδουλευμένος είναι ο όρος ο οποίος αφορά έσοδα ή έξοδα τα οποία έχουν πραγματοποιηθεί μέσα σε μια ορισμένη χρονική περίοδο (συνήθως έτους).

Παράδειγμα:

Δεδουλευμένοι μισθοί είναι μισθοι οι οποίοι οφείλονται σε ένα εργαζόμενο ενώ όταν γίνεται αναφορά σε  δεδουλευμένους τόκους, είναι οι τόκοι που σχηματίζονται από ένα κεφάλαιο μετά την πάροδο ορισμένου χρόνου.

 

Δείκτες

 

Νομισματικοί Δείκτες / Δείκτες Προσφοράς Χρήματος (Monetary indicators)

Νομισματικοί δείκτες (money aggregates) είναι επίσημοι δείκτες που χρησιμοποιούν στις περισσότερες χώρες οι οικονομολόγοι και οι σχεδιαστές οικονομικής πολιτικής, για να μετρήσουν την προσφορά χρήματος στην οικονομία.

Οι νομισματικοί δείκτες είναι ουσιαστικά τέσσερις κατηγορίες περιουσιακών στοιχείων οι οποίοι διαφέρουν ως προς το πόσο στενά ορίζεται η έννοια του χρήματος. Από την πιο στενή / αυστηρή στην πιο ευρεία έννοια οι κατηγορίες αυτές είναι οι νομισματικοί δείκτες M0, M1, M2, M3 και M4.

Παράδειγμα:

Οι νομισματικοί δείκτες M1 και Μ2 αποτελούν υποσύνολα του νομισματικού δείκτη Μ3 κι αυτός αποτελεί υποσύνολο του δείκτη Μ4.

Συνήθως η κεντρική τράπεζα κάθε χώρας δημοσιεύει τους δείκτες προσφοράς χρήματος, οι οποίοι υποδεικνύουν το ποσοστό του ρευστού χρήματος που κυκλοφορεί σε μια οικονομία.

Δεν είναι όλοι οι δείκτες προσφοράς χρήματος ευρέως διαδεδομένοι και η ακριβής κατηγοριοποίηση τους εξαρτάται από την εκάστοτε χώρα.

 

Ανάλυση Νομισματικών Δεικτών

Narrow Money

Οι δείκτες M0 και Μ1 (narrow money) περιλαμβάνουν όλα τα στοιχεία Ενεργητικού που βρίσκονται σε ρευστή μορφή και συνήθως περιλαμβάνουν κέρματα και χαρτονομίσματα σε κυκλοφορία (νομισματική κυκλοφορία), καταθέσεις όψεως, επιταγές, τα αποθεματικά των τραπεζών στην κεντρική τράπεζα κι άλλα ισοδύναμα χρήματος (πχ αποθεματικά συναλλάγματος) που μπορούν εύκολα να μετατραπούν σε μετρητά.

Οι δείκτες Μ0 και Μ1  περιέχουν τα πιο εύκολα ρευστοποιήσιμα περιουσιακά στοιχεία. Το ύψος τους δηλαδή, δείχνει το σύνολο του χρήματος που βρίσκεται σε άμεση κυκλοφορία εντός ενός οικονομικού κυκλώματος.

Intermediate Money

Ο δείκτης M2 (intermediate money) περιλαμβάνει τον Μ1 και κάθε στοιχείο πλούτου που μπορεί εγγυημένα να μετατραπεί σχετικά άμεσα σε μετρητά χωρίς να χάσει την αξία του.

Ενδεικτικά στον δείκτη Μ2 περιλαμβάνονται οι βραχυπρόθεσμες προθεσμιακές καταθέσεις σε τράπεζες, οι καταθέσεις ταμιευτηρίου και τα 24ωρα αμοιβαία κεφάλαια της αγοράς χρήματος.

Η ανάλυση και η παρακολούθηση του δείκτη Μ2 παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, καθώς σε συνδυασμό με τα νομίσματα, περιλαμβάνει όλες τις ρευστές καταθέσεις σε μια οικονομία.

Ευρύ Χρήμα (Broad Money)

Ο δείκτης Μ3 (ευρύ χρήμα) περιλαμβάνει τον Μ2 και τους εμπορεύσιμους τίτλους που εκδίδονται από τα νομισματικά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα (MFI).

Πιο συγκεκριμένα, αφορά τις μακροπρόθεσμες προθεσμιακές καταθέσεις (άνω των 2 ετών), τα πιστοποιητικά καταθέσεων, τις συμφωνίες επαναγοράς (repurchase agreements), την αξία δικαιωμάτων προαίρεσης (options), αμοιβαία κεφάλαια της χρηματαγοράς με ωρίμανση μεγαλύτερη των 24 ωρών και θεσμικά κεφάλαια επενδύσεων.

Λόγω της σταθερότητας των τιμών των παραπάνω χρηματοπιστωτικών τίτλων, ο δείκτης Μ3 επηρεάζεται λιγότερο από την μετατροπή των διάφορων τύπων ρευστών καταθέσεων που συμβαίνουν διαρκώς σε μια οικονομία και ως εκ τούτου αποτελεί τον πιο σταθερό δείκτη.

Ο δείκτης M4 περιλαμβάνει τον Μ3 συν διάφορες άλλες καταθέσεις.

Δείκτης Άμεσης Ρευστότητας (Acid-test ratio / Liquid ratio)

Δείκτης άμεσης ρευστότητας είναι ένας από τους κυριότερους χρηματοοικονομικούς δείκτες που χρησιμοποιούν οι επενδυτές για να εκτιμήσουν την ικανότητα μιας επιχείρησης να ανταποκριθεί στις τρέχουσες υποχρεώσεις της.

Με τη χρήση του δείκτη άμεσης ρευστότητας γίνεται σύγκριση μεταξύ των άμεσα ρευστοποιήσιμων στοιχείων Ενεργητικού και τις τρέχουσες Υποχρεώσεις.

Για να θεωρηθεί επαρκής μιας εταιρεία, θα πρέπει τουλάχιστον τα άµεσα ρευστοποιήσιµα στοιχεία Ενεργητικού να ισούνται µε τις τρέχουσες Υποχρεώσεις.

 

Δείκτης Αναφοράς (Benchmark)

Δείκτης αναφοράς είναι η βάση με την οποία συγκρίνεται και αξιολογείται η απόδοση της διαχείρισης ενός χαρτοφυλακίου, μιας επενδυτικής τοποθέτησης ή ενός προϊόντος στην αγορά.

Παράδειγμα:

Δείκτες αναφορές για προθεσμιακές καταθέσεις σε ευρώ είναι το 3μηνο EURIBOR ή το Euro-LIBOR.

Για τα εμπορεύματα (commodities), δείκτες σύγκρισης είναι ο CRB index του Σικάγου που αποτελείται από τις χρηματιστηριακές τιμές 20 εμπορευμάτων, οι τιμές FIXING του χρυσού στο Λονδίνο και τη Ζυρίχη, η τιμή του πετρελαίου Brent της Βορείου Θάλασσας (North See Brent blend crude oil) και οι τιμές των στρατηγικών μετάλλων στο Λονδίνο.

Κάθε τράπεζα ή επενδυτική εταιρία διαχείρισης διαθεσίμων μπορεί να καταρτίζει δικούς της δείκτες με βάση τους οποίους μετρά και αξιολογεί την απόδοση των τοποθετήσεων της και διακρίνεται σε:

Στρατηγικός δείκτης αναφοράς (strategic benchmark):  Αντανακλά τις μακροπρόθεσμες προτιμήσεις μεταξύ του πιστωτικού κινδύνου-απόδοσης των διαχειριστών επενδυτικών θέσεων ή χαρτοφυλακίων.

Τακτικός δείκτης αναφοράς (tactical benchmark): Είναι αποτέλεσμα του στρατηγικού και αντανακλά τις μεσοπρόθεσμες ή βραχυπρόθεσμες προτιμήσεις κινδύνου-απόδοσης οι οποίες βασίζονται στις τρέχουσες αποδόσεις της αγοράς. Μπορεί να αναθεωρηθεί στη διάρκεια του έτους ανάλογα με τη μεταβλητότητα των τιμών και των κινδύνων της αγοράς.

 

Δείκτης Τιμών Καταναλωτή (Consumer price index)

Δείκτης τιμών καταναλωτή είναι ένας δείκτης που αντιπροσωπεύει τις τιμές των αγαθών και υπηρεσιών που αγοράζει ένα δείγμα νοικοκυριών, το οποίο θεωρείται αντιπροσωπευτικό του συνόλου των νοικοκυριών.

Ο δείκτης τιμών καταναλωτή προκύπτει από τη στάθμιση των τιμών των διαφόρων προϊόντων και ο συντελεστής στάθμισης είναι ανάλογος με τη σπουδαιότητα κάθε αγαθού στο καλάθι της νοικοκυράς. Έτσι προκύπτει ο σταθμικός μέσος όρος των τιμών όλων των προϊόντων.

Γι’ αυτούς τους λόγους ο δείκτης τιμών καταναλωτή είναι ο δείκτης της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας και χρησιμοποιείται συνήθως από τους εργαζομένους για μισθολογικές αυξήσεις κι από το κράτος για ορισμένες τιμαριθμικές αναπροσαρμογές.

Ο πληθωρισμός, επομένως, προκύπτει από το ποσοστό μεταβολής του δείκτη τιμών καταναλωτή για μια ορισμένη χρονική περίοδο.

Εναλλακτικές ονομασίες είναι δείκτης λιανικής πώλησης ή δείκτης κόστους ζωής.

Αντίθετα, ο δείκτης χονδρικής πώλησης καλύπτει τις τιμές των προϊόντων που αγοράζονται σε μεγάλες ποσότητες από άλλες επιχειρήσεις ή εμπόρους και δεν περιλαμβάνει τις τιμές των υπηρεσιών, τους φόρους κατανάλωσης και το κέρδος του λιανοπωλητή, όπως συμβαίνει με το δείκτη τιμών καταναλωτή.

 

Δείκτης Μεταβλητότητας (Volatility index (VIX))

Δείκτης μεταβλητότητας – φόβου (VIX) είναι ένας χρηματοοικονομικός δείκτης που δείχνει την αναμενόμενη μεταβλητότητα της αγοράς τις επόμενες 30 ημέρες και υπολογίζεται από τις επί μέρους μεταβλητότητες ενός μεγάλου αριθμού options του δείκτη S&P-500.

Ο δείκτης μεταβλητότητας αποτελεί ένα χρήσιμο εργαλείο παρακολούθησης της αγοράς και ταυτόχρονα ένα διαπραγματεύσιμο προϊόν στο CBOE (Chicago Board Options Exchange).

H τιμή του VIX αυξάνεται όταν οι επενδυτές ανησυχούν για τη μελλοντική μεταβλητότητα, ωστόσο, υψηλές τιμές του δείκτη δεν σημαίνουν κατ’ ανάγκη ότι η αγορά θα κινηθεί καθοδικά,μόνο ότι οι επενδυτές αναμένουν μεγάλες διακυμάνσεις στις τιμές, είτε ανοδικές, είτε καθοδικές.

Όταν η αγορά είναι σταθερά ανοδική, υπάρχει γενικά ένα χαμηλό επίπεδο μεταβλητότητας στην αγορά και αγοράζονται περισσότερα call options απ’ ότι put options. Αντίθετα, όταν η αγορά πέφτει κι επικρατεί πανικός, προκαλείται ένα υψηλό επίπεδο μεταβλητότητας, όπου αγοράζονται περισσότερα put options απ’ ότι call options.

Υπολογισμός του Δείκτη Μεταβλητότητας

Η μέθοδος υπολογισμού του δείκτη μεταβλητότητας – φόβου έχει αλλάξει αρκετές φορές στο παρελθόν. Στις αρχές της δεκαετίας του ’90, η μεταβλητότητα προέκυπτε από το μοντέλο τιμολόγησης Black-Scholes δοθέντος της τιμής ενός option (μόνο για at-the-money options).

Υπήρχαν πολλές ατέλειες στον αρχικό υπολογισμό του VIX καθώς εφόσον περιελάμβανε μόνο 100 μετοχές, δεν εκπροσωπούσε επαρκώς τη χρηματιστηριακή αγορά, ενώ επιπλέον η μεταβλητότητα που υπολογίζεται από το μοντέλο Black-Scholes δεν είναι ακριβής καθώς το ίδιο το μοντέλο θεωρείται σε αρκετές περιπτώσεις αναξιόπιστο.

Ο νέος υπολογισμός του VIX, ακολούθησε μια πιο περίπλοκη προσέγγιση ο οποίος δεν στηρίζεται στα γνωστά μοντέλα, υπολογίζοντας τη μεταβλητότητα από ένα σταθμισμένο μέσο όρο ενός ευρέως φάσματος τιμών εξάσκησης (strike prices) τόσο in-the-money, όσο και out-of-the-money options (call / puts) του δείκτη S&P-500. Πριν από λίγα χρόνια συμπεριλήφθηκαν και τα παράγωγα (derivatives) στον δείκτη μεταβλητότητας – φόβου.

Στην πραγματικότητα, απλά και μόνο η μετάβαση από τη χρήση του S&P-500 αντί του S&P-100, ο δείκτης μεταβλητότητας- φόβου εμφάνισε μεγαλύτερη συσχέτιση (correlation) με την πραγματική μεταβλητότητα της αγοράς, αυξάνοντας την αξία των συμβολαίων μελλοντικής εκπλήρωσης (futures) VIX και τα VIX options ως εργαλεία αντιστάθμισης κινδύνου.

Χρησιμοποιώντας ένα μεγάλο εύρος strike prices αντί μόνο των at-the-money options ο υπολογισμός της μεταβλητότητας είναι πιο ακριβής, λαμβάνοντας υπόψη το φαινόμενο του volatility smile.

H σημασία του VIX εστιάζεται στο γεγονός ότι πολλοί επαγγελματίες επηρεάζουν τις αποφάσεις και τις ενέργειές τους με βάση το επίπεδο του δείκτη, δίνοντας ουσιαστικά στον δείκτη μεταβλητότητας – φόβου τη δυνατότητα να κινεί τις αγορές, αν και υπάρχουν αμφιβολίες κατά πόσο ακριβής είναι αυτός ο δείκτης στο να δείχνει την αστάθεια της αγοράς.

Οι τιμές του δείκτη VIX εκφράζονται σε ετήσιες ποσοστιαίες μονάδες. Για παράδειγμα, αν ο VIX είναι 10, αυτό αποτελεί μια αναμενόμενη ετήσια μεταβολή του 10%, δηλαδή οι αγορές αναμένουν ότι ο δείκτης S&P-500 θα κινηθεί ανοδικά ή καθοδικά 10% / √ 12 = 2,88% κατά την περίοδο των 30 επόμενων ημερών.(ο τύπος προκύπτει από τον τρόπο υπολογισμού της μεταβλητότητας).

Ο δείκτης μεταβλητότητας VIX χρησιμοποιείται από τους options traders για να υπολογίσουν τα option premium και επίσης από τους S&P-500 traders για να καθορίσουν την αναμενόμενη διακύμανση των μετοχών S&P-500 και της αγοράς των futures.

Ενώ οι επικριτές της μεθόδου υποστηρίζουν ότι η χρησιμότητά του VIX είναι υπερεκτιμημένη, ο δείκτης θεωρείται ο σημαντικότερος δείκτης μεταβλητότητας των options στην ευρύτερη αγορά.

Πριν από την καθιέρωση του VIX, οι επενδυτές έκριναν το αν η αγορά είναι ασταθής ή όχι στηριζόμενοι στην εμπειρία τους. O VIX κυριολεκτικά ποσοστικοποίησε την έννοια της μεταβλητότητας, επιτρέποντας έτσι στους επενδυτές και στους traders να τον χρησιμοποιήσουν ως δείκτη σταθερότητας, να τον διαπραγματευτούν (trade) ή να τον χρησιμοποιήσουν για αντιστάθμιση κινδύνου (hedging).

Options του Δείκτη Μεταβλητότητας – Φόβου

Τα VIX options άρχισαν να διαπραγματεύονται στο CBOE στις 24 Φεβρουαρίου 2006. Πλέον οι επενδυτές μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν νέες options trading strategies για να βγάλουν κέρδος από την μεταβλητότητα της αγοράς, κάτι το οποίο δεν γινόταν πριν την δημιουργία των VIX options.

Η τιμή των call και put options μπορούν να χρησιμοποιηθούν για τον υπολογισμό της μεταβλητότητας, διότι η αστάθεια είναι ένας από τους παράγοντες που χρησιμοποιούνται για τον υπολογισμό της αξίας αυτών των options.

Πιο συγκεκριμένα,οι τιμές των δικαιωμάτων options εξαρτώνται από πολλούς παράγοντες, με σημαντικότερους την τιμή εξάσκησης του δικαιώματος, την τιμή του υποκείμενου μέσου, τον χρόνο μέχρι τη λήξη (maturity) και την αναμενόμενη μεταβλητότητα των τιμών του υποκείμενου μέσου.

Παρά το γεγονός ότι ο δείκτης μεταβλητότητας συχνά αποκαλείται «δείκτης φόβου», υψηλή τιμή του VIX δεν συνεπάγεται καθοδική κίνηση της αγοράς. Αντιθέτως ο δείκτης μεταβλητότητας είναι ένα μέτρο μεταβλητότητας της αγοράς προς σε κάθε κατεύθυνση, συμπεριλαμβανομένης και της ανοδικής.

Υψηλότερη (ή χαμηλότερη) μεταβλητότητα του υποκείμενου τίτλου κάνει ένα option περισσότερο (ή λιγότερο) πολύτιμο, επειδή υπάρχει μια μεγαλύτερη (ή μικρότερη) πιθανότητα ότι το option θα λήξει in-the-money.

Έτσι, μια υψηλή τιμή ενός option ενδεχομένως μεταφράζεται ως υψηλή μεταβλητότητα. Αυτό συμβαίνει γιατί όταν οι επενδυτές προβλέπουν μεγάλη ανοδική μεταβλητότητα, είναι απρόθυμοι να πουλήσουν call stock options (δικαιώματα προαίρεσης αγοράς μετοχών), παρά μόνο εάν λάβουν ένα μεγάλο premium. Οι αγοραστές options θα είναι πρόθυμοι να πληρώσουν τόσο υψηλά ασφάλιστρα μόνο εάν προβλέπουν μια εξίσου ανοδική κίνηση.

Σε περίπτωση που οι εκδότες των options αναμένουν είτε ραγδαία ανόδο είτε ραγδαία πτώση της αγοράς, η τιμή των call και put options θα αυξηθούν και κατ’ επέκταση το ίδιο θα συμβεί και στον VIX, καθώς η έκδοση option σε μία ασταθή αγορά μπορεί να κοστίσει ακριβά στον εκδότη του option κι άρα να του φαίνεται επικίνδυνη.

Ως εκ τούτου, υψηλές τιμές του VIX σημαίνουν ότι οι επενδυτές βλέπουν σημαντικό κίνδυνο ότι η αγορά θα κινηθεί απότομα, είτε προς τα κάτω είτε προς τα πάνω. Μόνο όταν οι επενδυτές δεν αντιλαμβάνονται σημαντικό κίνδυνο η τιμή του VIX παραμένει χαμηλή.

Ειδικός Διαπραγματευτής (Market maker)

Ειδικός διαπραγματευτής είναι μια εταιρεία, μια τράπεζα ή ένα άτομο που, για συγκεκριμένες μετοχές, εισάγει εντολές αγοράς και πώλησης σε συστηματική βάση με σκοπό να αποκομίσει κέρδη από τη διαφορά (premium) μεταξύ τους.

Οι ειδικοί διαπραγματευτές έχουν την υποχρέωση να αγοράζουν ή να πουλάνε μετοχές ανεξάρτητα από το αν έχουν ή δεν έχουν βρει πελάτες. Εάν δεν υπάρχουν παραγγελίες, οι μετοχές αποτελούν μέρος των αποθεμάτων του ειδικού διαπραγματευτή.

Καθώς οι ειδικοί διαπραγματευτές αναλαμβάνουν τον κίνδυνο οι τίτλοι που έχουν στην κατοχή τους να χάσουν σε αξία πριν καταφέρουν να βρουν αγοραστή, προσπαθούν να βγάλουν κέρδη από το spread μεταξύ τιμής αγοράς και πώλησης, ως αποζημίωση.

Οι ειδικοί διαπραγματευτές είναι πολύ σημαντικοί για τη διατήρηση της ρευστότητας και της αποτελεσματικότητας των συγκεκριμένων χρεογράφων που διαπραγματεύονται καθώς είναι έτοιμοι να αγοράσουν ή να πουλήσουν μετοχές οποιαδήποτε ώρα είναι ανοιχτές οι αγορές σε οποιαδήποτε δημόσια διατυπωμένη τιμή.

Οι μετοχές που διαπραγματεύονται στον NASDAQ και over-the-counter (OTC) εξαρτώνται αποκλειστικά από το σύστημα των ειδικών διαπραγματευτών για τη δημιουργία ομαλών συνθηκών στην αγορά, αν και τα περισσότερα χρηματιστήρια λειτουργούν βάση του “matched bargain” οπότε δεν είναι αναγκαία η ύπαρξη επίσημων ειδικών διαπραγματευτών.

Σε ένα matched bargain σύστημα, όταν η προσφορά ενός αγοραστή συμφωνήσει με την προσφορά ενός πωλητή (ή αντιστρόφως) το σύστημα του χρηματιστηρίου κλείνει αυτόματα μία συναλλαγή μεταξύ των δύο μερών.

Παράδειγμα:

Στο χρηματιστήριο του Λονδίνου, υπάρχουν επίσημοι ειδικοί διαπραγματευτές για πολλά χρεόγραφα, αλλά όχι για μετοχές μεγάλων εταιριών που διαπραγματεύονται συνεχώς χρησιμοποιώντας ένα αυτόματο σύστημα.

 

Επαναγορά (Buy-back)

Επαναγορά (buy-back) είναι η αγορά από την ίδια την επιχείρηση των εταιρικών ομολόγων της ή των μετοχών της που βρίσκονται στην ιδιοκτησία επενδυτών, είτε μέσω χρηματιστηρίου είτε μέσω δημοπρασιών.

Η κίνηση αυτή έχει σκοπό:

μεγαλύτερο έλεγχο της επιχείρησης

μείωση του εξωτερικού δανεισμού, με συνέπεια τη βελτίωση της πιστοληπτικής διαβάθμισης

χρησιμοποίηση μετρητών που πλεονάζουν ανεκμετάλλευτα

η επιχείρηση ενδέχεται να επιθυμεί την άνοδο της τιμής της μετοχής στο χρηματιστήριο ως

ανταμοιβή των μετόχων της και

την αντικατάσταση των παρεχόμενων μερισμάτων με μετοχές δεδομένου ότι το κεφάλαιο υπόκειται σε μικρότερη

φορολόγηση σε σχέση με τα μερίσματα

Εναλλακτικά, επαναγορά (buy-back) είναι και η αντιστάθμιση μιας

 

Έλεγχοι Κεφαλαίων (Capital controls)

Έλεγχοι κεφαλαίων / κεφαλαιακοί περιορισμοί (capital controls) είναι ένα οικονομικό μέτρο που λαμβάνεται από την κυβέρνηση ή την κεντρική τράπεζα μιας χώρας, με σκοπό να περιορίσει τις εισροές και εκροές κεφαλαίων μέσα, από και προς την εγχώρια οικονομία όπως αυτές καταγράφονται στους εθνικούς λογαριασμούς.

 

Επίσης ο έλεγχος κεφαλαίων σαν κυβερνητική πολιτική μπορεί να περιορίσει τη δυνατότητα των κατοίκων μιας χώρας στην απόκτηση ξένων περιουσιακών στοιχείων (εκροή εγχώριων κεφαλαίων ) και/ή τον περιορισμό αλλοδαπών για την αγορά εγχώριων περιουσιακών στοιχείων (εισροή ξένων κεφαλαίων).

Μέτρα capital controls

Ορισμένα από τα μέτρα περιορισμού κεφαλαίων μπορεί να είναι:

  • Αυξημένοι φόροι επί των συναλλαγών (transaction taxes)
  • Όρια αναλήψεων στα ΑΤΜ
  • Περιορισμένη πρόσβαση στους τραπεζικούς λογαριασμούς ιδιωτών και επιχειρήσεων
  • Έλεγχος του ύψους εξαγωγών και εισαγωγών
  • Οι προθεσμιακές καταθέσεις διαρκούν υποχρεωτικά μέχρι την ημερομηνία λήξης τους και δεν μπορούν να σπάσουν νωρίτερα (απαγόρευση πρόωρων αναλήψεων)
  • Οι επιταγές πάνω από ένα συγκεκριμένο χρηματικό ποσό δεν εξαργυρώνονται, παρόλο που οι καταθέσεις τραπεζικών επιταγών επιτρέπονται
  • Οι μεταφορές κεφαλαίων εκτός χώρας περιορίζονται ή απαγορεύονται
  • Περιορισμένη χρήση πιστωτικών/χρεωστικών καρτών εντός της χώρας, και όριο στις συναλλαγές εκτός χώρας
  • Έλεγχος των συναλλαγματικών ισοτιμιών (περιορισμός της αγοράς και της πώλησης του εθνικού νομίσματος με βάση το επιτόκιο της αγοράς (επιτόκιο αναφοράς)),
  • Θέσπιση ανώτατων ορίων στη διεθνή πώληση ή αγορά διαφόρων χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων

 

Ενοποιημένος Ισολογισμός (Consolidated balance sheet)

Ενοποιημένος Ισολογισμός είναι ο συνδυασμένος Ισολογισμός για μια εταιρεία συμμετοχών και τις θυγατρικές της, στον οποίο υπολογίζεται το Ενεργητικό και οι Υποχρεώσεις όλου του ομίλου.

 

Εντολή Stop Loss (Stop loss order)

Stop loss εντολή είναι η υπό όρους εντολή ενός επενδυτή προς ένα χρηματιστή να αγοράσει ή να πουλήσει μία μετοχή όταν η τιμή της φθάσει σε ένα προκαθορισμένο επίπεδο, γνωστό ως stop price.

Μόλις η τιμή ξεπεράσει την stop price, η εντολή ενεργοποιείται προκειμένου ο επενδυτής να περιορίσει τις ζημιές του ή να κλειδώσει τα κέρδη του.

 

Εντολή Stop Loss (Stop loss order)

Stop loss εντολή είναι η υπό όρους εντολή ενός επενδυτή προς ένα χρηματιστή να αγοράσει ή να πουλήσει μία μετοχή όταν η τιμή της φθάσει σε ένα προκαθορισμένο επίπεδο, γνωστό ως stop price.

Μόλις η τιμή ξεπεράσει την stop price, η εντολή ενεργοποιείται προκειμένου ο επενδυτής να περιορίσει τις ζημιές του ή να κλειδώσει τα κέρδη του.

 

Εντολή Stop Loss (Stop loss order)

Stop loss εντολή είναι η υπό όρους εντολή ενός επενδυτή προς ένα χρηματιστή να αγοράσει ή να πουλήσει μία μετοχή όταν η τιμή της φθάσει σε ένα προκαθορισμένο επίπεδο, γνωστό ως stop price.

Μόλις η τιμή ξεπεράσει την stop price, η εντολή ενεργοποιείται προκειμένου ο επενδυτής να περιορίσει τις ζημιές του ή να κλειδώσει τα κέρδη του.

 

Εξωχρηματιστηριακές Συναλλαγές (Over the counter (OTC)

Εξωχρηματιστηριακές συναλλαγές ή Over-the-counter (OTC), είναι οι συναλλαγές χρηματοπιστωτικών μέσων, όπως μετοχές, ομόλογα, παράγωγα κι άλλα στοιχεία Ενεργητικού, τα οποία διαπραγματεύονται μέσω ενός δικτύου αντιπροσώπων και όχι μέσω μιας κεντρικής, επίσημης πλατφόρμας όπως το Χρηματιστήριο Αθηνών.

Τα χρεόγραφα που διαπραγματεύονται εξωχρηματιστηριακά (over the counter) συνήθως δημιουργούνται από ιδιωτικούς εμπόρους χρεογράφων (όπως μια επενδυτική τράπεζα) και οι οποίοι δρουν ως μεσολαβητές μεταξύ των πωλητών και πιθανών αγοραστών.

Τα Forwards και Swaps αποτελούν χαρακτηριστικά παραδείγματα των εν λόγω συμβάσεων.

Τα πλεονεκτήματα των εξωχρηματιστηριακών συμβολαίων είναι κυρίως το χαμηλότερο κόστος, οι χαμηλότεροι φόροι και η δυνατότητα για τους πωλητές και τους αγοραστές αυτών των προϊόντων να διαπραγματεύονται διμερώς και να προσαρμόζουν οι ίδιοι τις συναλλαγές.

Over-the-Counter μετοχές

Οι OTC μετοχές, οι οποίες ονομάζονται και “μη εισηγμένες μετοχές”, αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης ανάμεσα σε χρηματιστές και υποψήφιους αγοραστές. Ο κύριος λόγος που μία μετοχή διαπραγματεύεται εξωχρηματιστηριακά (over the counter) είναι επειδή η εταιρεία είναι πολύ μικρή για να πληροί τις τυπικές προϋποθέσεις εισαγωγής στο χρηματιστήριο.

Οι OTC μετοχές θεωρούνται σημαντικές γιατί προσφέρουν στους επενδυτές την ευκαιρία να διαφοροποιήσουν το χαρτοφυλάκιο τους και να μην εξαρτάται μόνο από την απόδοση εισηγμένων εταιριών. Δίνεται επίσης στους επενδυτές η ευκαιρία να επενδύσουν σε μετοχές μικρών και υποτιμημένων εταιριών που έχουν μεγάλα περιθώρια ανάπτυξης.

Επειδή οι περισσότερες δεν είναι υποχρεωμένες να αναφέρουν στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, πολλές OTC μετοχές είναι είτε μετοχές μικρής / μεσαίας κεφαλαιοποίησης είτε προσφέρονται από εταιρίες με βεβαρημένο ιστορικό. Αλλά δεν έχουν όλες οι μη εισηγμένες εταιρείες κακή πιστοληπτική ικανότητα, ορισμένες απλώς δεν θέλουν να συμμετάσχουν στη διαδικασία υποβολής δαπανηρών λογιστικών εκθέσεων.

Οι δυνητικοί επενδυτές θα πρέπει να κάνουν εκτενή έρευνα πριν επενδύσουν σε τέτοιου τύπου περιουσιακά στοιχεία, λόγω του ότι οι OTC εταιρίες υπόκεινται σε λιγότερο αυστηρές ρυθμίσεις.

 

Επένδυση (Investment)

Επένδυση είναι κάθε υλικό, διαρκές, παραγωγικό αγαθό που δεν καταναλώνεται με τη χρησιμοποίηση του, αλλά συμβάλλει στην αύξηση της παραγωγικής υποδομής μιας χώρας/επιχείρησης.

Συμβάλλει δηλαδή στη δημιουργία νέου κεφαλαιουχικού εξοπλισμού (νέα κτίρια, νέες εγκαταστάσεις, νέος μηχανολογικός εξοπλισμός, επεκτάσεις του προϋπάρχοντος κεφαλαιουχικού εξοπλισμού).

 

Επενδυτής (Investor)

Επενδυτής είναι ένα φυσικό ή νομικό πρόσωπο που αγοράζει περιουσιακά στοιχεία με την προσδοκία κέρδους.

Γενικά ένας επενδυτής προσπαθεί με τις επενδύσεις που κάνει να ελαχιστοποιήσει τον κίνδυνο μεγιστοποιώντας τις αποδόσεις του σε αντίθεση με έναν κερδοσκόπο ο οποίος είναι πρόθυμος να αποδεχθεί υψηλότερο επίπεδο κινδύνου για υψηλότερα κέρδη.

Το χαρτοφυλάκιο ενός επενδυτή συνήθως περιλαμβάνει αρκετά περιουσιακά στοιχεία μεταξύ των οποίων μετοχές, ομόλογα, ακίνητα, εμπορεύματα, καθώς και συλλεκτικά αντικείμενα (π.χ. έργα τέχνης).

 

Επιτόκιο Έκδοσης (Issue rate / coupon rate)

Επιτόκιο έκδοσης είναι το επιτόκιο με το οποίο δανείζεται ο εκδότης ενός χρεογράφου (π.χ. ομόλογο).

Με άλλα λόγια είναι το επιτόκιο του δανείου με βάση το οποίο καθορίζεται και το τοκομερίδιο.

Παράδειγμα:

  • Ένα 10ετές ομόλογο ονομαστικής αξίας 1.000€ και επιτοκίου έκδοσης 7% που πληρώνει τοκομερίδια μία φορά τον χρόνο, θα αποδίδει στον κάτοχο του 7% (70€) κάθε χρόνο για 10 χρόνια.

Στο τέλος της δεκαετίας ο κάτοχος αυτού του ομολόγου θα εισπράξει και την ονομαστική αξία των 1000€. Εάν το ίδιο ομόλογο πλήρωνε τοκομερίδια 2 φορές τον χρόνο (κάθε εξάμηνο) θα απέδιδε στον κάτοχο του 3,5% (35€) κάθε εξάμηνο για 10 χρόνια.

 

Επιτόκιο Μηδενικού Κινδύνου (Risk-free rate)

Ακίνδυνο επιτόκιο ή επιτόκιο μηδενικού κινδύνου είναι το επιτόκιο το οποίο μπορεί να επιτευχθεί επενδύοντας σε οικονομικά προϊόντα που δεν ενσωματώνουν κίνδυνο.

Παρόλο που μια πραγματικά ακίνδυνη επένδυση υπάρχει θεωρητικά, συχνά θεωρούνται ως ακίνδυνες επενδύσεις τα κυβερνητικά ομόλογα επειδή η πιθανότητα να πτωχεύσει μία χώρα είναι πολύ μικρή.

Καθώς αυτό το επιτόκιο μπορεί να επιτευχθεί ακίνδυνα εννοείται ότι οποιαδήποτε επένδυση ενσωματώνει κάποιο επιπλέον ρίσκο, πρέπει να ανταμείψει τους επενδυτές με υψηλότερες αποδόσεις.

Το ακίνδυνο επιτόκιο είναι πολύ σημαντικό στην θεωρία χαρτοφυλακίου και στην ορθολογική τιμολόγηση χρηματοοικονομικών προϊόντων.

 

Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς (Capital Market Commission)

Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς είναι το νομικό πρόσωπο το οποίο εποπτεύεται από το Υπουργείο Οικονομικών και στο οποίο έχει ανατεθεί ο έλεγχος της εφαρμογής των διατάξεων της νομοθεσίας περί κεφαλαιαγορών.

Γενικότερα, μπορεί να λαμβάνει κανονιστικές αποφάσεις με ισχύ ανάλογη αυτής των νόμων και επίσης να εποπτεύει όλο το χώρο της κεφαλαιαγοράς, περιλαμβανομένων του Χρηματιστηρίου Αθηνών, του Κεντρικού Αποθετηρίου Αξιών, της Εταιρίας Εκκαθάρισης Συναλλαγών επί Παραγώγων, των Ανωνύμων Χρηματιστηριακών Εταιρειών, των Εταιρειών Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών, των Ανωνύμων Εταιρειών Επενδύσεων  Χαρτοφυλακίου και των Ανωνύμων Εταιρειών Διαχείρισης Αμοιβαίων Κεφαλαίων.

 

Εταιρεία / Μετοχή blue-chip (Blue-chip company / stock)

Εταιρεία blue-chip είναι μια μεγάλη και αξιόπιστη εταιρία, οι μετοχές της οποίας γίνονται αντικείμενο αγοραπωλησίας στο χρηματιστήριο.

Αντίστοιχα, η μετοχή μιας blue chip εταιρίας είναι η μετοχή μιας μεγάλης, αξιόπιστης και καταξιωμένης στον κλάδο της εταιρεία, με σταθερό ιστορικό κερδών και σταθερή έκδοση μερισμάτων η οποία φημίζεται για την υψηλή ποιότητα των παρεχόμενων προϊόντων και υπηρεσιών.

Γενικότερα ο όρος έχει καθιερωθεί σαν σύμβολο των κοινών μετοχών μιας εταιρείας που έχουν μεγάλη πιστοληπτική ικανότητα και κατά συνέπεια υψηλές τιμές στο χρηματιστήριο. Η ζήτηση αυτών των χρεογράφων είναι ιδιαίτερα υψηλή και έχουν μεγάλη κεφαλαιοποίηση.

Οι μετοχές των εταιρειών blue chip συνήθως δεν επηρεάζονται σημαντικά από τις διακυμάνσεις της οικονομίας και προσφέρουν σταθερότητα στους επενδυτές καθώς θεωρούνται λιγότερο ευμετάβλητες από τις παραδοσιακές μετοχές.

Ωστόσο, όπως όλες τις επενδύσεις, η απόδοση των blue chip μετοχών δεν είναι εγγυημένη και οι επενδυτές θα πρέπει να βασίζονται στη διαφοροποίηση (diversification) για να εξισορροπήσουν τον κίνδυνο του χαρτοφυλακίου τους.

Το όνομα “blue chip” προήλθε από το γεγονός ότι συνήθως στο πόκερ οι μπλε μάρκες έχουν την υψηλότερη αξία.

Ως το αντίθετο των εταιρειών blue-chip μπορούν να θεωρηθούν οι penny stocks.

 

Εταιρεία Επενδύσεων Χαρτοφυλακίου (Closed investment company / mutual fund)

Εταιρεία επενδύσεων χαρτοφυλακίου είναι μία κλειστού τύπου επένδυση με σκοπό τη διαχείριση χαρτοφυλακίου κινητών αξιών, με έσοδα από μερίσματα, τόκους, κέρδη από αγοροπωλησίες χρεογράφων κλπ.

Η βασική διαφορά ανοικτού – κλειστού τύπου επένδυσης είναι ότι η εταιρεία επενδύσεων χαρτοφυλακίου εκδίδει μετοχές οι οποίες αποτιμώνται και διαπραγματεύονται όπως ακριβώς και οι μετοχές κάθε άλλης ανώνυμης εταιρίας στο χρηματιστήριο.

Η τιμή διαμορφώνεται καθημερινά στο χρηματιστήριο ανάλογα με την προσφορά και την ζήτηση για την μετοχή και μπορεί να διαφέρει από την εσωτερική αξία (σχεδόν πάντα διαφέρει), δηλαδή μπορεί να αποτιμάται με premium ή με discount.

Κανονικά η τιμή της μετοχής της εταιρείας επενδύσεων χαρτοφυλακίου θα έπρεπε να ισούται με την εσωτερική αξία της αλλά αυτές διαπραγματεύονται με discount της τάξης του 10-20%.

 

Εταιρικό / Εμπορικό Ομόλογο (Commercial paper)

Εμπορικό ομόλογο είναι ένα βραχυπρόθεσμο υποσχετικό χρεόγραφο που εκδίδεται συνήθως από μεγάλες τράπεζες και οργανισμούς με σκοπό την άντληση κεφαλαίων (π.χ. Google, General Motors, Unilever κτλ).

Οι επενδυτές που επενδύουν σε εμπορικά ομόλογα ουσιαστικά δανείζουν χρήματα σε επιχειρήσεις με την προσδοκία απολαβής σταθερού τόκου σε κουπόνια και του συνόλου των κεφαλαίων τους κατά την ημερομηνία λήξης των ομολόγων.

Τα εταιρικά ομόλογα τα οποία δεν προσφέρουν τοκομερίδια διατίθενται σε τιμή πώλησης μικρότερη από την ονομαστική αξία που θα εισπράξει ο κάτοχος στην λήξη τους. Η διαφορά μεταξύ τιμής πώλησης και ονομαστικής αξίας είναι και η απόδοση που θα εισπράξει ο επενδυτής στην λήξη.

Λόγω του υψηλότερου πιστωτικού κινδύνου αυτού του είδους των ομολόγων, εφόσον η αποπληρωμή τους εξαρτάται από την αξιοπιστία των επιχειρήσεων που τα εκδίδουν, τα επιτόκια τους είναι υψηλότερα σε σχέση με τα κρατικά ομόλογα.

Σε κάποιες χώρες υπάρχουν οργανωμένες δευτερογενείς αγορές για αυτά τα χρεόγραφα, οι οποίες όμως είναι αδύναμες σε σχέση με τα άλλα προϊόντα των αγορών χρήματος. Τα χρεόγραφα αυτά μπορούν να θεωρηθούν και ως το αντίστοιχο των έντοκων γραμματίων για επιχειρήσεις.

 

Ευρωδολάρια (Eurodollars)

Ευρωδολάρια είναι καταθέσεις δολαρίων Η.Π.Α. σε τράπεζες (είτε Αμερικάνικες, είτε άλλες) έξω από τα γεωγραφικά σύνορα των Η.Π.Α. Ένα μεγάλο μέρος της αγοράς τους αποτελείται από διαπραγματεύσιμα πιστοποιητικά καταθέσεων.

Η αγορά αυτή αναπτύχθηκε πρώτα στην Ευρώπη αλλά τώρα πια καταθέσεις σε δολάρια γίνονται σε πολλές περιοχές του κόσμου, π.χ. στην Ασία.

 

Ευρωζώνη (Eurozone)

Ευρωζώνη είναι περιοχή η οποία αποτελείται από τα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης που έχουν ως νόμισμα το ευρώ και στην οποία ασκείται ενιαία νομισματική πολιτική με ευθύνη της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας.

 

Ευρωομόλογο (Eurobond)

Ευρωομόλογο είναι ένα ομολογιακό δάνειο που πωλείται ταυτόχρονα σε πολλές διεθνείς αγορές, από ένα διεθνές συνδικάτο αναδόχων που συντονίζεται από μία ή πολλές τράπεζες.

Πλεονεκτήματα για τον εκδότη:

  • πρόσβαση σε διεθνείς επενδυτές με διαφοροποιημένα χαρτοφυλάκια
  • οι εκδόσεις δεν είναι καθόλου χρονοβόρες

Πλεονεκτήματα για τον επενδυτή:

  • Φορολογικά
  • Επενδυτικές επιλογές σε ευρεία κλίμακα χρεογράφων με διαφορετικές περιόδους ωρίμανσης, συναλλάγματος και διάρθρωσης

 

Ευρωπαϊκή Διευκόλυνση Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (European Financial Stability Facility (EFSF))

Ευρωπαϊκή Διευκόλυνση Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (EFSF) είναι μια ανώνυμη εταιρία που ιδρύθηκε από τις χώρες της Ευρωζώνης, με σκοπό τη χορήγηση δανείων προς χώρες της ζώνης του ευρώ που αντιμετωπίζουν οικονομικές δυσχέρειες.

Η εν λόγω οικονομική στήριξη υπόκειται σε αυστηρούς όρους στο πλαίσιο κοινών προγραμμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του ΔΝΤ.

Τα παρεχόμενα δάνεια χρηματοδοτούνται μέσω της έκδοσης χρεογράφων, υπό την εγγύηση των χωρών της ζώνης του ευρώ σε αναλογική βάση.

https://www.esm.europa.eu/efsf-overview

 

Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) (European Central Bank (ECB)

Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) είναι η κεντρική τράπεζα της Ευρωζώνης, υπεύθυνη για την εξάσκηση νομισματικής πολιτικής στα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Αποτελεί νομικό πρόσωπο και θεωρείται το κέντρο του Ευρωσυστήματος και του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών (ΕΣΚΤ).

Μεριμνά ώστε τα καθήκοντα που ανατίθενται στο Ευρωσύστημα και στο ΕΣΚΤ να εκτελούνται είτε μέσω των δικών της δραστηριοτήτων είτε μέσω των εθνικών κεντρικών τραπεζών, σύμφωνα με το καταστατικό του ΕΣΚΤ.

Τα τρία όργανα διοίκησης και λήψης αποφάσεων για την ΕΚΤ είναι:

  • το Διοικητικό Συμβούλιο
  • η Εκτελεστική Επιτροπή και
  • το Γενικό Συμβούλιο

https://www.ecb.europa.eu/ecb/html/index.el.html

 

Ευρωπαϊκό Σύστημα Χρηματοπιστωτικής Εποπτείας (European System of Financial Supervision (ESFS)

Ευρωπαϊκό Σύστημα Χρηματοπιστωτικής Εποπτείας είναι η ομάδα των φορέων που είναι αρμόδιοι για τη διασφάλιση της εποπτείας του χρηματοπιστωτικού συστήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Αποτελείται από το

  • Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Συστημικού Κινδύνου,
  • τις τρεις Ευρωπαϊκές Εποπτικές Αρχές,
  • τη μικτή Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Εποπτικών Αρχών και
  • τις εθνικές αρχές εποπτείας των κρατών-μελών της ΕΕ

https://www.bankingsupervision.europa.eu/about/esfs/html/index.el.html

 

Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Χρηματοοικονομικής Σταθεροποίησης (ΕΜΧΣ) (European Financial Stability Mechanism (EFSM)

Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Χρηματοοικονομικής Σταθεροποίησης (ΕΜΧΣ) είναι ρύθμιση της Ευρωπαϊκής Ένωσης που δίνει τη δυνατότητα στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή να χορηγεί για λογαριασμό της ΕΕ δάνεια ύψους έως 60 δισεκατομμύρια ευρώ προς κράτη-μέλη που αντιμετωπίζουν ή απειλούνται από έκτακτες περιστάσεις πέραν του ελέγχου τους. Η παροχή δανείων μέσω του μηχανισμού υπόκειται σε αυστηρούς όρους στο πλαίσιο κοινών προγραμμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του ΔΝΤ.

Ζητούμενη Τιμή Χρεογράφου (Ask price)

Ζητούμενη τιμή χρεογράφου (ask price) είναι η χαμηλότερη τιμή στην οποία ένας επενδυτής είναι διατεθειμένος να πωλήσει ένα χρεόγραφο.

Το αντίθετο είναι η τιμή προσφοράς χρεογράφου (bid price).

 

Ζήτηση Χρήματος (Demand for money)

Ζήτηση χρήματος είναι η ποσότητα χρηματικών διαθεσίμων που οι επενδυτές επιλέγουν να έχουν στο χαρτοφυλάκιο τους, επομένως η επιλογή της ζητούμενης ποσότητας χρήματος συνιστά βήμα προς την τελική διάρθρωση ενός χαρτοφυλακίου.

Για να βρεθούν οι προσδιοριστικοί παράγοντες που συμβάλλουν στη διαμόρφωση της σύνθεσης του χαρτοφυλακίου ενός επενδυτή και ειδικότερα στη ζήτηση χρήματος για την εξυπηρέτηση των αναγκών και των στόχων του, έχουν προταθεί αρκετές απόψεις διαφόρων οικονομικών σχολών σχετικά με τους προσδιοριστικούς παράγοντες της ζήτησης χρήματος.

Οι κυριότερες από αυτές είναι:

  • Η ποσοτική θεωρία / θεωρία του Fisher
  • Η θεωρία της σχολής του Cambridge
  • Η κεϋνσιανή θεωρία
  • Οι θεωρίες των Baumol – Tobin
  • Η νέα ποσοτική θεωρία του Friedman

Από τις τέσσερις πρώτες θεωρίες προκύπτει ότι η ζήτηση χρήματος προορίζεται για:

την εξυπηρέτηση των συναλλαγών

την αντιμετώπιση απρόβλεπτων εξελίξεων (κίνητρο προφύλαξης) και την κερδοσκοπία

Ημερήσιο trading (Day Trading / Daylight Trade)

Ημερήσιο trading (day trading) είναι η ταχεία αγορά και πώληση χρεογράφων, μετοχών, προϊόντων ή νομισμάτων με σκοπό το κέρδος από τις προσωρινές διακυμάνσεις των τιμών τους, κλείνοντας όλες τις ανοιχτές θέσεις συνήθως μέχρι το τέλος της ημέρας

Το day trading διαφέρει ελαφρώς από άλλες μορφές trading καθώς οι θέσεις σπάνια μένουν ανοιχτές μετά το κλείσιμο των αγορών και ήταν αρχικά διαθέσιμο μόνο σε χρηματοπιστωτικές εταιρείες, όπως οι τράπεζες, γιατί μόνο αυτές είχαν πρόσβαση σε εμπιστευτικές πληροφορίες των αγορών.

Με την ανάπτυξη όμως νέων τεχνολογιών όπως το διαδίκτυο, μεμονωμένοι traders έχουν άμεση πρόσβαση στις ίδιες πληροφορίες και μπορούν να κάνουν συναλλαγές με πολύ χαμηλό κόστος.

Στο day trading αγοράζονται και πωλούνται συνήθως:

  • συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης (futures)
  • δικαιώματα προαίρεσης (options)
  • νομίσματα και
  • μετοχές

Υπάρχουν πολλές στρατηγικές στο day trading, από το scalping όπου οι θέσεις μένουν ανοιχτές για λίγα δευτερόλεπτα, μέχρι το position trading όπου μια θέση μπορεί να μείνει ανοιχτή καθ’ όλη τη διάρκεια της ημέρας.

 

Ημερήσιος Διακανονισμός (Mark-to-market)

Ημερήσιος διακανονισμός είναι η καθημερινή διαδικασία πληρωμής των ζημιών και είσπραξης των κερδών, η οποία πραγματοποιείται μεταξύ της ΕΤΕΣΕΠ και των μελών της και αφορά αποτελέσματα που προέκυψαν από την προηγούμενη ημέρα διαπραγμάτευσης.

Ο ημερήσιος διακανονισμός επιτρέπει την ορθολογικοποίηση των επενδυτικών αποφάσεων, αφού αποτρέπει τη συσσώρευση ζημιών, ενώ ταυτόχρονα οι επενδυτές απολαμβάνουν τυχόν κέρδος που προκύπτει από τις θέσεις τους χωρίς να χρειαστεί να προηγηθεί η ρευστοποίηση (κλείσιμο) της θέσης.

 

Παράδειγμα:

Έστω ότι ένας επενδυτής προβλέπει άνοδο της τιμής της μετοχής Χ και προχωρεί σε αγορά ενός ΣΜΕ επί της μετοχής (μεγέθους 100 μετοχών) καταβάλλοντας το απαραίτητο περιθώριο ασφάλισης.

 

Ο επενδυτής διακανονίζει τις πληρωμές με το μέλος της ΕΤΕΣΕΠ που τον εκπροσωπεί σύμφωνα με τους όρους της μεταξύ τους συμφωνίας.

Μέρος της διαδικασίας του ημερήσιου διακανονισμού αποτελούν επίσης η πληρωμή προμηθειών, η καταβολή του ημερήσιου κόστους για ανοικτές θέσεις σε συμφωνίες επαναγοράς (stock reverse repo), καθώς και η πληρωμή και είσπραξη των τιμημάτων δικαιωμάτων προαίρεσης.

Θεμελιώδης Ανάλυση (Fundamental analysis)

Θεμελιώδης ανάλυση είναι μια μέθοδος αξιολόγησης εταιρειών, χρεογράφων, μετοχών κι άλλων επενδύσεων σε μια προσπάθεια να υπολογιστεί η πραγματική αξία τους εξετάζοντας μια σειρά  σχετικών ποιοτικών και ποσοτικών οικονομικών παραγόντων.

Σε επίπεδο εταιρείας η θεμελιώδης ανάλυση μπορεί να περιλαμβάνει, ενδεικτικά, την εξέταση των οικονομικών μεγεθών, των λογιστικών καταστάσεων, των πωλήσεων, των στοιχείων Ενεργητικού, των δυνάμεων προσφοράς και ζήτησης για τα προϊόντα και τις υπηρεσίες που προσφέρονται, των κερδών και των χρεών της επιχείρησης, των προσδοκιών για την εξέλιξη των μερισμάτων, των επενδυτικών σχεδίων, των αγορών, του ανταγωνισμού και της προοπτικής ανάπτυξης της εταιρίας.

Σε μικροοικονομικό επίπεδο δηλαδή, σκοπός της θεμελιώδης ανάλυσης είναι να προσδιορίσει και να προβλέψει την οικονομική πορεία μιας επιχείρησης και της μελλοντικής εσωτερικής αξίας της μετοχής της ώστε να μπορεί ένας επενδυτής να τη συγκρίνει με την τρέχουσα τιμή στην αγορά και να διαπιστώσει αν η μετοχή είναι υπερτιμημένη ή υποτιμημένη.

Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι οι επενδυτές που προχωρούν σε θεμελιώδεις αναλύσεις δεν πιστεύουν στην ύπαρξη τέλειας αγοράς (efficient market hypothesis), αλλά αντίθετα πιστεύουν στην ύπαρξη ασύμμετρης πληροφόρησης και στο ότι οι τιμές δεν αντικατοπτρίζουν με ακρίβεια όλες τις διαθέσιμες πληροφορίες κι έτσι θέλουν να επωφεληθούν από αυτό το γεγονός.

Σε μακροοικονομικό επίπεδο, η θεμελιώδης ανάλυση εστιάζεται στην παρακολούθηση μακροοικονομικών δεδομένων όπως το ακαθάριστο εθνικό προϊόν, ο πληθωρισμός, το εμπορικό ισοζύγιο, τα δημοσιονομικά ελλείμματα / πλεονάσματα, η ανεργία, οι δημόσιες δαπάνες και επενδύσεις, το επίπεδο αποταμίευσης κτλ με στόχο την αξιολόγηση της παρούσας και την πρόβλεψη της μελλοντικής ανάπτυξης της οικονομίας.

 

Θεμελιώδης Αξία (Fundamental value)

Θεμελιώδης αξία ονομάζεται η Καθαρή Παρούσα Αξία των μελλοντικών χρηματικών ροών, χρησιμοποιώντας για προεξοφλητικό επιτόκιο, αυτό που ανταποκρίνεται καλύτερα στον ενσωματωμένο κίνδυνο.

 

Θέση Αγοράς (Long position)

Θέση αγοράς (long position) είναι η θέση την οποία έχει πάρει ένας επενδυτής αγοράζοντας ένα χρεόγραφο, ένα νόμισμα, ένα συμβόλαιο ή ένα εμπόρευμα με σκοπό την επένδυση ή την κερδοσκοπία.

Ο επενδυτής παίρνοντας θέση long, εκτιμά η τιμή του χρεογράφου θα ανέβει στο μέλλον, οπότε θα το πουλήσει, κλείνοντας τη θέση του (close position) και καταγράφοντας πραγματοποιηθέντα κέρδη.

 

Θεώρημα Ισοδυναμίας Επιτοκίων (Interest rate parity)

Θεώρημα ισοδυναμίας επιτοκίων είναι μια οικονομική έννοια που ορίζει ότι εάν το επιτόκιο σε ένα ξένο νόμισμα είναι διαφορετικό από το επιτόκιο του εγχώριου νομίσματος, τότε η προθεσμιακή ισοτιμία (forward) των δύο νομισμάτων θα πρέπει να διαφέρει τόσο από τη spot ισοτιμία ώστε να μη μπορεί να γίνει arbitrage.

Ιδία Κεφάλαια (Equity / Equity capitals)

Ίδια κεφάλαια ή Καθαρή Θέση μιας εταιρίας συνιστούν:

1) Το Μετοχικό Κεφάλαιο (σε χρήμα και είδος) που εισφέρουν οι φορείς στην επιχείρηση (μέτοχοι), κατά την ίδρυση της ή και αργότερα κατά τη διάρκεια της παραγωγικής της ζωής

2) Τα Αποθεματικά, δηλαδή τα κέρδη που δεν διανέμονται στους φορείς της επιχείρησης, αλλά παρακρατούνται σ’ αυτή (παρακρατηθέντα / αδιανέμητα κέρδη).

3) Τα κεφάλαια (σε χρήμα και είδος) που χορηγούν δωρεάν στην επιχείρηση διάφοροι τρίτοι, χωρίς να αποκτούν την ιδιότητα του φορέα.

4) Οι Υποχρεώσεις της ατομικής επιχείρησης προς τον φορέα της.

Το κύριο χαρακτηριστικό των ιδίων κεφαλαίων είναι ότι δεν λήγουν σε προκαθορισμένο χρόνο. Παραμένουν επενδυμένα στα στοιχεία του Ενεργητικού της επιχείρησης μέχρι να επιτευχθεί ο σκοπός της ίδρυσης και της λειτουργίας της.

Αυτό σημαίνει ότι είναι το πιο μακροχρόνιο από όλα τα στοιχεία του Παθητικού.

Χαρακτηριστικά Ιδίων Κεφαλαίων

  • Είναι μακροχρόνια, γιατί η λήξη τους συμπίπτει με τη λήξη ζωής της επιχείρησης
  • Δεν επιβαρύνουν την επιχείρηση με τόκους
  • Αποφέρουν εισόδημα στους φορείς της επιχείρησης. Αυτό το εισόδημα είναι τα κέρδη που πραγματοποιεί η επιχείρηση σε δεδομένο χρονικό διάστημα

Εννοείται ότι οι φορείς, σε αντίθεση με τους πιστωτές, δεν ωθούν την επιχείρηση σε πτώχευση αν δεν τους εξασφαλίσει το προσδοκώμενο εισόδημα (κέρδη).

Τα Ιδία Κεφάλαια ονομάζονται επίσης:

  • Αξία εκκαθάρισης
  • Καθαρό Ενεργητικό
  • Καθαρή Θέση
  • Λογιστική αξία

 

Ιδιωτικά Επενδυτικά Κεφάλαια (Private equity funds)

Ιδιωτικά επενδυτικά κεφάλαια είναι ιδιωτικές εταιρείες υψηλού κινδύνου που αγοράζουν πλειοψηφικά πακέτα μετοχών ή και όλο το μετοχικό κεφάλαιο μιας επιχείρησης η οποία αντιμετωπίζει σοβαρά χρηματοοικονομικά προβλήματα.

Στη συνέχεια προβαίνουν σε αντικατάσταση της διοίκησης, αναδιάρθρωση και αναδιοργάνωση αυτής, την εξυγιαίνουν και επιχειρούν να την επαναφέρουν στην κερδοφορία με τελικό στόχο να την πωλήσουν με δημόσια προσφορά και να καταγράψει υπερκέρδη.

Οι εξαγορές στις οποίες προβαίνουν χαρακτηρίζονται από υψηλή μόχλευση (high leverage), βασίζονται δηλαδή σε δανειακά κεφάλαια υπερπολλαπλάσια των κεφαλαίων που τα ιδιωτικά κεφάλαια τοποθετούν.

 

Ισοτιμία

Συναλλαγματική ισοτιμία είναι η τιμή στην οποία ανταλλάσσονται δύο εθνικά νομίσματα στη διεθνή αγορά συναλλάγματος, δηλαδή η ποσότητα ενός νομίσματος που απαιτείται για την αγορά μίας μονάδος ενός άλλου νομίσματος.

Παράδειγμα:

Μία ισοτιμία €/$ 0,50 σημαίνει ότι χρειάζεται 1$ για να αγοραστεί 0,5€.

Οι συναλλαγματικές ισοτιμίες μεταβάλλονται ανά δευτερόλεπτο (όταν δεν είναι “κλειδωμένες“) και επηρεάζονται από τις δυνάμεις προσφοράς και ζήτησης.

Πιο συγκεκριμένα:

τις αγοραπωλησίες επενδυτών, κερδοσκόπων και traders στη συναλλαγματική αγορά

τα επιτόκια που καθορίζονται από την κεντρική τράπεζα, καθώς όσο υψηλότερα είναι τα επιτόκια, τόσο υψηλότερη είναι η ζήτηση για ένα νόμισμα

τον πληθωρισμό

τα επίπεδα ανεργίας

την προσφορά χρήματος

το ύψος του δημόσιου χρέους

το πολιτικό κλίμα και τη χρηματοοικονομική σταθερότητα της χώρας

την πιστοληπτική της ικανότητα και τις μελλοντικές προοπτικές

Η υψηλή μεταβλητότητα των συναλλαγματικών ισοτιμιών επηρεάζει τις εθνικές οικονομίες γιατί οι αυξομε ιώσεις των τιμών των νομισμάτων διαμορφώνουν την ανταγωνιστικότητα των προϊόντων τους και τελικά την οικονομική δραστηριότητα.

Πιο αναλυτικά, η ανατίμηση ενός νομίσματος αποδυναμώνει τις εξαγωγές και την παραγωγή γιατί τα εγχώρια προϊόντα γίνονται ακριβότερα προς τις υπόλοιπες χώρες, ενώ η υποτίμηση μειώνει την αγοραστική δύναμη των πολιτών μιας χώρας σε εισαγόμενα προϊόντα αφού αυτά γίνονται ακριβότερα για εκείνους.

Η συναλλαγματική ισοτιμία διαφέρει από την ονομαστική ισοτιμία.

Τρόποι υπολογισμού συναλλαγματικής ισοτιμίας

Άμεση αναφορά (direct quotation)

Ένας τρόπος αναφοράς μίας συναλλαγματικής ισοτιμίας είναι η άμεση αναφορά, όπου η συναλλαγματική ισοτιμία αναφέρεται ως η τιμή του εγχώριου νομίσματος για την αγορά μιας μονάδας ξένου νομίσματος.

Εάν οριστεί ως ΕΝ το εγχώριο νόμισμα και ως ΞΝ το ξένο νόμισμα, η ισοτιμία ΕΝ/ΞΝ = Χ σημαίνει ότι μία μονάδα ξένου νομίσματος κοστίζει Χ μονάδες εγχώριου νομίσματος (αντίθετα με την αλγεβρική σημασία της ισότητας).

Παράδειγμα:

Έστω ότι χρειάζεται 1,4 ευρώ για την αγορά 1 δολλαρίου.

Στην Αμερική με την άμεση αναφορά η ισοτιμία θα ήταν USD/EUR = 1,4 (δηλαδή 1 ευρώ ισούται με 1,4 δολλάρια)

Στην Ευρώπη η ισοτιμία θα ήταν EUR/USD = 0,714 (δηλαδή 1 δολάριο ισούται με 0,714 ευρώ).

Αυτός είναι και ο πιο συνηθισμένος τρόπος που χρησιμοποιούν οι τράπεζες για συναλλαγές με μη τραπεζικούς πελάτες.

Έμμεση αναφορά (indirect quotation)

Ένας άλλος τρόπος αναφοράς είναι ο έμμεσος, όπου η ισοτιμία αναφέρεται ως η τιμή του ξένου νομίσματος για την αγορά μιας μονάδας εγχώριου νομίσματος.

Η έμμεση αναφορά είναι το αντίστροφο της άμεσης.

Σχέση άμεσης και έμμεσης αναφοράς στη συναλλαγματική ισοτιμία

Σχέση άμεσης και έμμεσης αναφοράς στη συναλλαγματική ισοτιμία

Σε αυτήν την περίπτωση, η ισοτιμία ΞΝ/ΕΝ = Χ σημαίνει ότι μία μονάδα εγχώριου νομίσματος κοστίζει Χ μονάδες ξένου νομίσματος.

Παράδειγμα:

Στην Ευρώπη η τιμή του δολαρίου εκφράζεται ως: USD/EUR= 1,4, δηλαδή 1 ευρώ ισούται με 1,4$.

Αμερικάνικοι και Ευρωπαϊκοί όροι.

Επίσης οι ισοτιμίες ενδέχεται να αναφέρονται είτε σε αμερικάνικους όρους (american terms), όπου εκφράζεται η τιμή μίας μονάδα ξένου νομίσματος σε αμερικάνικα δολάρια, είτε σε ευρωπαϊκούς (european terms), όπου εκφράζεται η τιμή μίας μονάδας αμερικάνικου δολαρίου σε ένα άλλο ξένο νόμισμα.

Spread και τιμές αγοράς – πώλησης (bid – ask rates)

Spread είναι η διαφορά μεταξύ της τιμής στην οποία είναι διατεθειμένη να αγοράσει (bid rate/price) και της τιμής στην οποία είναι διατεθειμένη να πουλήσει (ask/offer rate) ένα νόμισμα μια τράπεζα.

Πρώτη δίνεται πάντα η τιμή στην οποία η τράπεζα είναι διατεθειμένη να αγοράσει.

Παράδειγμα:

Μία τράπεζα δίνει τιμή για το ευρώ: $1,2030-1,2037.

Αυτό σημαίνει ότι είναι διατεθειμένη να αγοράσει ευρώ στην τιμή 1€=1,2030$ και να πουλήσει 1€ στην τιμή 1€= 1,2037$, ενώ η διαφορά των δύο αποτελεί το “bid-ask spread” (κέρδος).

Το spread είναι ουσιαστικά η προμήθεια που κερδίζει η τράπεζα σε κάθε συναλλαγματική συναλλαγή κι εξαρτάται από την διαφορά μεταξύ των δύο αυτών τιμών, δηλαδή: spread = τιμή πώλησης – τιμή αγοράς

Η διαφορά αντανακλά το βάθος και την ρευστότητα της αγοράς του συγκεκριμένου νομίσματος (π.χ. όσο μικρότεροι οι όγκοι συναλλαγών σε ένα νόμισμα τόσο μεγαλύτερα τα spreads) αλλά και την αβεβαιότητα σχετικά με το νόμισμα, καθώς και τα συναλλαγματικά διαθέσιμα της τράπεζας.

Παράδειγμα:

Τα spreads αυξάνουν σε περιόδους διακοπών, αργιών, κατά το άνοιγμα/κλείσιμο της αγοράς, κλπ.

Τύπος υπολογισμού spread

Για το ανωτέρω παράδειγμα με το ευρώ, το spread εκφρασμένο σε ποσοστιαίες μονάδες θα ήταν: [(1,2037-1,2030)/1,2037] * 100 = 0,058%.

 

Υπάρχει επίσης η δυνατότητα να γίνουν αγοραπωλησίες νομισμάτων σε μελλοντικό χρόνο μέσω των προθεσμιακών ισοτιμιών.

Σταυρωτές ισοτιμίες (cross rates)

Σταυρωτή ισοτιμία είναι η συναλλαγματική ισοτιμία μεταξύ δύο νομισμάτων η οποία υπολογίζεται με βάση ένα τρίτο νόμισμα.Επειδή συνήθως τα περισσότερα νομίσματα στην διατραπεζική αγορά είναι εκφρασμένα έναντι του δολαρίου (USD) ή του ευρώ (EUR), συχνά ενδέχεται να χρειαστεί να υπολογιστούν οι σταυρωτές ισοτιμίες (cross rates) για τα υπόλοιπα νομίσματα.

Παράδειγμα:

Εάν η κορόνα Δανίας (DKr) πωλείται για €7,4491 και η τιμή αγοράς της κορόνας Νορβηγίας (NKr) είναι €7,7493 τότε η ισοτιμία DKr/NKr θα είναι 0,9612 (7,4491 / 7,7492).

Τέλος, τυχόν διαφορές στην συναλλαγματική ισοτιμία νομισμάτων μεταξύ διαφορετικών αγορών χρησιμοποιούνται από τους traders για την πραγματοποίηση ακίνδυνου κέρδους.

Καθαρή Τιμή (Clean price)

Καθαρή τιμή είναι η τιμή ενός ομολόγου που μοιράζει τοκομερίδια, μη συμπεριλαμβανομένων των τυχόν δεδουλευμένων τόκων.

Αμέσως μετά από κάθε πληρωμή τοκομεριδίου, η καθαρή τιμή θα ισούται με τη μικτή (dirty).

Οι καθαρές τιμές είναι πιο σταθερές με την πάροδο του χρόνου από τις μικτές. Όταν οι καθαρές τιμές αλλάζουν, αλλάζουν για έναν οικονομικό λόγο (π.χ. μια μεταβολή των επιτοκίων ή της ποιότητας της πίστωσης του εκδότη ομολόγων).

Οι μικτές τιμές (dirty) όμως, αλλάζουν καθημερινά ανάλογα με το αν η τρέχουσα ημέρα συμπίπτει με την ημέρα πληρωμής τοκομεριδίων, πόσες ημέρες έχουν περάσει από την τελευταία πληρωμή κι άλλους οικονομικούς λόγους.

 

Κέρδος (profit)

Οικονομικό καθαρό κέρδος είναι η θετική διαφορά μεταξύ του συνόλου των εσόδων μιας επιχείρησης και του οικονομικού κόστους.

Το κέρδος αυτό πρέπει να διακριθεί από το λογιστικό κέρδος (accounting profit) που βρίσκεται αν από το σύνολο των εσόδων μιας επιχείρησης αφαιρεθεί το εμφανές / λογιστικό κόστος.

Στην Οικονομική Επιστήμη ο όρος κέρδος αναφέρεται στο οικονομικό ή καθαρό κέρδος, δηλαδή στο κέρδος που πραγματοποιείται επιπλέον του φυσιολογικού που είναι απαραίτητο για τη συνέχιση της επιχειρηματικής δραστηριότητας και περιλαμβάνεται στο κόστος.

Το οικονομικό κέρδος είναι μικρότερο του λογιστικού, ενώ το οικονομικό κόστος είναι μεγαλύτερο του λογιστικού.

Αφανές Κόστος (περιλαμβάνει το φυσιολογικό κέρδος)

+ Εμφανές Κόστος

= Οικονομικό κόστος ή Κόστος ευκαιρίας

+ Οικονομικό Κέρδος

= Συνολικό Έσοδο

Επίσης:

Λογιστικό Κέρδος

+ Λογιστικό Κόστος (=εμφανές κόστος)

= Συνολικό Έσοδο

 

Καλάθια Επενδύσεων (Investment baskets)

Καλάθια επενδύσεων είναι επενδυτικά προγράμματα προκαθορισμένης διάρκειας και μέσου κινδύνου. Οι αποδόσεις τους για ένα ποσοστό της συνολικής επένδυσης είναι υψηλότερες σε σχέση με τα μέσα επιτόκια των προθεσμιακών καταθέσεων, αλλά ταυτοχρόνως ενέχουν το ρίσκο απώλειας μέρους του αρχικού κεφαλαίου.

Αυτό συμβαίνει διότι τα χρήματα του επενδυτή κατανέμονται μεταξύ μιας προθεσμιακής κατάθεσης μικρής διάρκειας με υψηλό επιτόκιο και αμοιβαίων κεφαλαίων. Έτσι ο επενδυτής έχει μηδενικό ρίσκο και εξασφαλισμένη απόδοση για ένα μέρος του κεφαλαίου του, συνήθως για το μισό, αλλά το υπόλοιπο μισό εκτίθεται στους κινδύνους των αγορών μέσω των μεριδίων αμοιβαίων κεφαλαίων που υποχρεωτικά αγοράζει.

 

Το πλεονέκτημα των σύνθετων προϊόντων είναι ότι ο επενδυτής έχει τη δυνατότητα επιλογής του είδους του αμοιβαίου κεφαλαίου (ομολογιακό, μεικτό, μετοχικό) στο οποίο θα επενδυθεί ένα μέρος του κεφαλαίου του ώστε η επένδυση των χρημάτων του να ταιριάζει όσο το δυνατόν περισσότερο στο προφίλ του.

 

Κατανεμημένες Μετοχές (Allotted shares)

Κατανεμημένες μετοχές είναι οι μετοχές μιας εταιρείας, οι οποίες δίνονται με τη διαδικασία της κατανομής σε νέους μετόχους.

 

Κεφαλαιακός Κίνδυνος (Principal risk)

Κεφαλαιακός κίνδυνος είναι ο κίνδυνος να χαθούν τα χρήματα μιας επένδυσης εξαιτίας χρεοκοπίας ή παράβασης συμβολαίου. Κεφαλαιακός κίνδυνος είναι επίσης κι ο κίνδυνος να μειωθεί η αξία μίας επένδυσης κάτω από την αξία των χρημάτων που επενδύθηκαν σε αυτή.

Παράδειγμα:

Αν κάποιος αγοράσει μετοχές αξίας 1.000€ υπάρχει ο κεφαλαιακός κίνδυνος να μειωθεί η αξία τους στα 500€ και να μην επανέλθει ποτέ στα αρχικά επίπεδα.

Οι τραπεζικές καταθέσεις δεν έχουν κεφαλαιακό κίνδυνο γιατί η κεντρική τράπεζα τις προστατεύει μέχρι ένα ορισμένο ποσό. Αντιθέτως είναι αυξημένος σε επενδύσεις όπως οι μετοχές και σε μικρότερο βαθμό στα ομόλογα.

Είδη Κινδύνου

Οι εταιρείες και οι επενδυτές αντιμετωπίζουν διάφορα άλλα είδη κινδύνου ως αποτέλεσμα των δραστηριοτήτων τους.

Μερικοί από τους οποίους είναι:

Ασφαλιστικός κίνδυνος –   Διαφοροποιήσιμος κίνδυνος

Κεφαλαιακός κίνδυνος –   Κίνδυνος ανάκλησης

Κίνδυνος διακανονισμού-  Κίνδυνος εκδότη

Κίνδυνος επανεπένδυσης- Κίνδυνος πτώχευσης

Κίνδυνος ρευστότητας-  Λειτουργικός / Επιχειρησιακός κίνδυνος

Λογιστικός κίνδυνος- Νομικός κίνδυνος

Νομοθετικός κίνδυνος- Πιστωτικός κίνδυνος

Συγγενικός κίνδυνος- Συναλλαγματικός κίνδυνος

Συστημικός κίνδυνος

Κοινό Ομόλογο (Joint bond)

Joint ομόλογο είναι το ομόλογο που έχει περισσότερους από έναν εκδότες ή είναι εγγυημένο από άλλο πρόσωπο εκτός του εκδότη.Για τις επιχειρήσεις, joint ομόλογα είναι εκείνα τα οποία είτε εκδίδονται από κοινού, από δύο ή περισσότερες επιχειρήσεις είτε εκδίδονται από θυγατρική και είναι εγγυημένα από τη μητρική εταιρία.

Στα κοινά ομόλογα (joint bonds) οι εκδότες ευθύνονται αλληλέγγυα και απεριόριστα έναντι των κομιστών των ομολογιών.

 

Κωδικός Ταυτοποίησης Τράπεζας (Bank Identifier Code (BIC) / SWIFT)

Κωδικός αναγνώρισης τράπεζας (BIC) είναι ένα παγκοσμίως αποδεκτό μέσο αναγνώρισης ενός πιστωτικού ιδρύματος, με σκοπό τη διευκόλυνση της ταυτοποίηση του.

Ο κωδικός BIC χρησιμοποιείται κατά τη μεταφορά κεφαλαίων μεταξύ τραπεζών ή κατά την ανταλλαγή μηνυμάτων, στα πλαίσια της Κοινωνίας για την Παγκόσμια Διατραπεζική Χρηματοοικονομική Τηλεπικοινωνία (Society for Worldwide Interbank Financial Telecommunication (SWIFT)).

Σύμφωνα με το σύστημα αυτό σε κάθε πιστωτικό ίδρυμα απονέμεται από τη SWIFT ένας αποκλειστικός κωδικός, ο οποίος δεν χρησιμοποιείται μόνο στο δίκτυο SWIFT αλλά προορίζεται για γενική χρήση στις διασυνοριακές συναλλαγές.

Ο κωδικός ταυτοποίησης μιας τράπεζας (BIC) αποτελείται από τον:

κωδικό της τράπεζας (bank code) – (4 χαρακτήρες π.χ BANK)

κωδικό της χώρας (country code) – (2 χαρακτήρες π.χ για την Ελλάδα GR)

κωδικό της τοποθεσίας (location code) – (2 αλφαριθμητικούς χαρακτήρες αποκλειομένου του μηδέν π.χ LC)

κωδικό του υποκαταστήματος (branch code) – (3 χαρακτήρες π.χ ΒCO)

δηλαδή ο πλήρης κωδικός είναι BANKGRLCBCO.

Στην περίπτωση των διασυνοριακών συναλλαγών ή των διασυνοριακών εντολών μεταφοράς πιστώσεων σε ευρώ στον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο (ΕΟΧ), απαιτείται εκτός από τον BIC και ο Διεθνής Αριθμός Τραπεζικού Λογαριασμού (IBAN).

 

Κεφαλαιακή Επάρκεια (Capital adequacy)

Κεφαλαιακή επάρκεια είναι το ελάχιστο ποσό κεφαλαίου που είναι υποχρεωμένο να κρατά ένα χρηματοπιστωτικό ίδρυμα για να αντιμετωπίσει τους κινδύνους που αναλαμβάνει.  Οι τράπεζες για να αξιολογήσουν την κεφαλαιακή τους επάρκεια τρέχουν τραπεζικά τεστ αντοχής (stress tests). Αγορές Κεφαλαίου / Κεφαλαιαγορές (Capital markets)

Κεφαλαιαγορά ή Αγορά Κεφαλαίου είναι ο χώρος μέσα στον οποίο διακινούνται χρηματικά κεφάλαια ενώ παράλληλα διαπραγματεύονται, αγοράζονται και πωλούνται χρηματοοικονομικά εργαλεία με μακροχρόνιο επενδυτικό ορίζοντα, άνω του έτους, σε αντίθεση την χρηματαγορά όπου διαπραγματεύονται εργαλεία με λήξη μέχρι ενός έτους.

 

Η διακίνηση αυτών των τίτλων γίνεται σε οργανωμένες αγορές κι ενέχουν πολύ μεγαλύτερο κίνδυνο (πχ μεγαλύτερη πιθανότητα πτώχευσης ή αθέτησης υποχρεώσεων των εκδοτών), αλλά και αβεβαιότητα σε σχέση με τις τιμές των χρεογράφων (πχ πολύ μεγαλύτερες διακυμάνσεις τιμών).

Χαρακτηριστικά παραδείγματα είναι οι ομολογίες (μεταβλητού ή σταθερού εισοδήματος), τα αξιόγραφα (αποδεικτικά χρέους ή ιδιοκτησίας), τα αμοιβαία κεφάλαια και οι μετοχές.

 

Χρηματοδότηση μέσω Κεφαλαιαγοράς

Οι αγορές κεφαλαίου θεωρούνται ένας από τους δύο πυλώνες του χρηματοπιστωτικού συστήματος μαζί με τις τράπεζες.

Στην κεφαλαιαγορά, οικονομικοί πόροι μεταφέρονται από τις πλεονασματικές οικονομικές μονάδες (ιδιώτες και θεσμικοί παράγοντες) προς τις ελλειμματικές κι αυτές με την σειρά τους καταβάλουν μέρος των κερδών.

Πιο αναλυτικά, η χρηματοδότηση μέσω της κεφαλαιαγοράς σημαίνει πώς η επιχείρηση πωλεί ένα μέρος των περιουσιακών στοιχείων (πχ μετοχές) και συνεπώς ο αγοραστής, μέσω της κεφαλαιαγοράς, συμμετέχει στον επιχειρηματικό κίνδυνο.

Αν δηλαδή υπάρξουν κέρδη τότε λαμβάνει το μερίδιό του (μέρισμα) ενώ αν δεν υπάρξουν δεν λαμβάνει τίποτα.

Με τον τρόπο αυτό οι εκδότες προσπαθούν να αντλήσουν χρήματα για να καλύψουν πάγιες ανάγκες τους ή να εξυπηρετήσουν αναπτυξιακούς σκοπούς, καθώς η χρηματοδότηση μέσω της κεφαλαιαγοράς είναι πολύ πιο ευέλικτη και συνήθως φθηνότερη.

Στην αγορά κεφαλαίου συμμετέχουν τα χρηματιστήρια μετοχών και παραγώγων, τα κεντρικά αποθετήρια τίτλων, οι ηλεκτρονικές αγορές εντόκων γραμματίων και ομολόγων, τα πιστωτικά ιδρύματα, οι επιχειρήσεις, οι επενδυτικές εταιρίες, οι εταιρίες διαχείρισης αμοιβαίων κεφαλαίων, το δημόσιο για τους εκδιδόμενους από αυτό τίτλους, οι θεσμικοί επενδυτές, οι διαμεσολαβητές (brokers) και ιδιώτες επενδυτές.

Ρόλος των αγορών χρήματος και κεφαλαίου

Ο ρόλος των αγορών χρήματος και κεφαλαίου είναι πολύ σημαντικός για την οικονομία καθώς:

  • Συμβάλλουν στην προώθηση της ανάπτυξης των επιχειρήσεων, δημοσίων και ιδιωτικών, και κατ’ επέκταση της οικονομικής δραστηριότητας της χώρας.
  • Καθιστούν δυνατή την αύξηση της παραγωγικότητας των επιχειρήσεων, δεδομένου ότι δε χρησιμοποιούνται πρόσθετοι επιχειρηματικοί πόροι πέραν των ιδίων πόρων των επιχειρήσεων.
  • Βοηθούν την κάλυψη του ελλείμματος στον οικονομικό προϋπολογισμό με την έκδοση νέων κρατικών ομολογιών.
  • Εξασφαλίζουν και βελτιώνουν την εμπορευσιμότητα των επενδύσεων σε μετοχικές αξίες και ομόλογα, συντελώντας στην ελκυστικότητα αυτής της κατηγορίας επενδύσεων.
  • Διευρύνουν τον αριθμό των ιδιοκτητών των παραγωγικών μονάδων με προφανή κοινωνικό όφελος από την δικαιότερη κατανομή των κερδών που προέρχονται από την παραγωγική επιχειρηματική διαδικασία.
  • Απαιτούν την εφαρμογή κανόνων διαφάνειας και ανταγωνισμού, την τήρηση των οποίων επιβλέπουν οι αρμόδιες αρχές.

 

Πλεονεκτήματα κεφαλαιαγορών

Τα βασικά πλεονεκτήματα οργανωμένων κεφαλαιαγορών (πρωτογενών και δευτερογενών) για τις επιχειρήσεις είναι:

ικανοποιούν τις ανάγκες τους για επιπλέον κεφάλαια όταν πρωτοεισάγονται στο χρηματιστήριο με αρχικές δημόσιες εγγραφές (initial public offerings)

μπορούν να αντλήσουν περαιτέρω κεφάλαια με αυξήσεις μετοχικού κεφαλαίου

προσφέρουν μεγάλη ρευστότητα στους μετόχους, κάνοντας έτσι πιο ελκυστική την επένδυση στη μετοχή της επιχείρησης

καθίσταται ευκολότερη η διαδικασία των συγχωνεύσεων και εξαγορών γιατί η αξία των εισηγμένων καθορίζεται καθημερινά και είναι εύκολα μετρήσιμη

οι εισηγμένες επιχειρήσεις απολαμβάνουν μεγαλύτερης δημοσιότητας.

Συμπερασματικά, οι καλά ανεπτυγμένες και οργανωμένες κεφαλαιαγορές διευκολύνουν την αποταμίευση αλλά και τις επιχειρήσεις να αντλήσουν κεφάλαια για τις δραστηριότητες τους, με αποτέλεσμα την ενίσχυση των επενδύσεων οι οποίες συμβάλουν σε μείωση της ανεργίας και οικονομική ανάπτυξη.

Λογιστική Αξία (Book value)

Λογιστική αξία μιας επιχείρησης είναι ο συνολικός αριθμός των μετοχικών κεφαλαίων της.

Η λογιστική αξία μιας εταιρείας μπορεί να είναι υψηλότερη ή χαμηλότερη από την αγοραία αξία (market value) της, ενώ ονομάζεται αλλιώς:

Καθαρή Θέση

αξία εκκαθάρισης

καθαρό Ενεργητικό

Ιδία Κεφάλαια

 

Λογιστική Αξία ανά Μετοχή (Book value per share)

Λογιστική αξία ανά μετοχή είναι ο λόγος των ιδίων κεφαλαίων προς τον αριθμό των κοινών μετοχών.

Η λογιστική αξία ανά μετοχή δεν θα πρέπει να θεωρείται αριθμοδείκτης οικονομικής αξίας, δεδομένου ότι αντανακλά τη λογιστική αποτίμηση της εταιρείας και όχι κατ ‘ανάγκη την πραγματική αποτίμησης της αγοράς.

Μαζικές Συναλλαγές Χρεογράφων (Block trading)

Μαζικές συναλλαγές χρεογράφων (block trading) είναι η διαπραγμάτευση και εν τέλει η αγοραπωλησία μεγάλου αριθμού χρεογράφων (πχ μετοχές, ομόλογα) και άλλων χρηματοπιστωτικών προϊόντων μεταξύ δύο ή περισσότερων αντισυμβαλλόμενων μερών.

Η ιδιαιτερότητα είναι ότι η συναλλαγή πραγματοποιείται εκτός των ανοιχτών αγορών ώστε να μετριαστούν οι επιπτώσεις στην τιμή των συναλλασσόμενων προϊόντων.

Παράδειγμα:

Έστω ότι ένας επενδυτής που διαχειρίζεται αμοιβαία κεφάλαια και κατέχει σημαντικά μεγάλο μερίδιο μετοχών μιας εταιρείας, θέλει να αποχωρήσει από αυτή.

Εάν έδινε μια εντολή πώλησης στο χρηματιστήριο για το σύνολο των μετοχών, η τιμή θα μειωνόταν ξαφνικά και απότομα εφόσον η ποσότητα ήταν αρκετά μεγάλη για να επιδράσει ο νόμος προσφοράς και ζήτησης.

Αντί αυτού, ο επενδυτής προχωράει σε μια συμφωνία με μία τρίτη εταιρεία και μέσω μιας επενδυτικής τράπεζας πουλάει (block trading) τις μετοχές απευθείας στην εταιρεία, συνήθως με ένα σημαντικό discount λόγω της ποσότητας που αγοράστηκε.

 

Μέθοδος add-on Απόδοσης (Add-on return method)

Μέθοδος add-on απόδοσης είναι μία μέθοδος μέτρησης επενδυτικής απόδοσης και χρησιμοποιείται κυρίως για προϊόντα καταθέσεων που εκδίδονται στην τιμή των 100 και οι τόκοι προστίθενται στο τέλος (π.χ. Ευρωδολάρια)

Απόδοση add-on = (τόκος / 100 ) * (360 / διαρκεια)

Παράδειγμα:

Έστω κατάθεση 90 ημερών σε ευρωδολάρια με πληρωμή τόκων $2,5. Η απόδοση add-on θα είναι:

(2,5 / 100) (360 / 90) = 0,1 ή 10%.

Το πρόβλημα με αυτόν τον τρόπο υπολογισμού της απόδοσης είναι ότι αγνοεί τον ανατοκισμό.

Παράδειγμα:

Μία ετήσια ευρωκατάθεση που πληρώνει τόκους 2 φορές τον χρόνο είναι προτιμότερη από μία που πληρώνει τόκους μία φορά τον χρόνο.

 

Μέθοδος Ισοδύναμου Απόδοσης Ομολόγου (Bond equivalent yield)

Μέθοδος της ισοδύναμου απόδοσης ομολόγου είναι η μέθοδος κατά την οποία η απόδοση ισούται με το επιτόκιο που εξισώνει την Παρούσα Αξία όλων των μελλοντικών χρηματικών ροών και του τελικού κεφαλαίου, με την τρέχουσα τιμή αγοράς του προϊόντος.

Η απόδοση υπολογίζεται αν ο παρακάτω τύπος λυθεί ως προς το r (επιτόκιο):

Ypologismos apodosis me ti methodo tou isodynamou apodosis omologou 1

 

όπου:

C = περιοδικό τοκομερίδιο

m = συχνότητα των τοκομεριδίων

n = αριθμός των ετών που απομένουν μέχρι την λήξη, όπου οι τόκοι πρέπει να καταβάλλονται κάθε τρεις μήνες.

Ρ = ονομαστική αξία

r = επιτόκιο / απόδοση στη λήξη (yield to maturity)

Επειδή οι πρώτοι mn όροι είναι μία γεωμετρική πρόοδος ο τύπος μπορεί να ξαναγραφεί ως εξής:

Παράδειγμα:

Έστω 18μηνο πιστοποιητικό κατάθεσης με τιμή πώλησης 99 κι ετήσιο επιτόκιο 9%. Αν οι τόκοι καταβάλλονται κάθε 3 μήνες και η ονομαστική αξία είναι 100, η απόδοση του θα είναι:

 

Μέθοδος της Μέσης Αποδοτικότητας (Average Rate of Return (ARR))

Μέθοδος της Μέσης Αποδοτικότητας (ARR) είναι μια μέθοδος με την οποία αξιολογείται μια επένδυση και γίνεται ανάλογη πρόταση για την πραγματοποίηση ή την απόρριψή της.

Η μέθοδος αυτή λαμβάνει υπόψη της τα λογιστικά κέρδη που θα προκύψουν από την επένδυση. Αναλυτικότερα λαμβάνεται υπόψη ο λόγος των μέσων ετήσιων κερδών, μετά την αφαίρεση των φόρων, ως προς το ύψος της συνολικής επένδυσης.

 

Μέρισμα (Dividend)

Μέρισμα είναι το μερίδιο ανά μετοχή των καθαρών κερδών μιας εταιρείας που διανέμεται στους μετόχους της.

Τα μερίσματα συνήθως δίνονται σε μετρητά αλλά μπορούν να δοθούν και με την μορφή μετοχών ή άλλων περιουσιακών στοιχείων. Τα μερίσματα παρέχουν ένα κίνητρο στους επενδυτές να κατέχουν μετοχές από μεγάλες εταιρίες ακόμα και αν δεν αναμένεται μεγάλη ανάπτυξη από αυτές.

Το μέρισμα συνήθως αναφέρεται με όρους χρηματικής αξίας, δηλαδή πόσα ευρώ θα αποδώσει κάθε μετοχή, αλλά μπορεί να αναφέρεται επίσης ως ποσοστό επί της αγοραίας αξίας της μετοχής, όρος γνωστός και ως μερισματική απόδοση.

Οι εταιρίες δεν είναι υποχρεωμένες να αποδώσουν μέρισμα.

 

Μερίσματα και ανάπτυξη εταιρίας

Οι εταιρίες που προσφέρουν μέρισμα είναι συνήθως εταιρίες που έχουν περάσει το στάδιο της ανάπτυξης και δεν χρειάζεται πλέον να επανεπενδύουν συνεχώς τα κέρδη τους, έτσι επιλέγουν να πληρώσουν τους μετόχους τους.

Αντιθέτως, οι εταιρίες υψηλής ανάπτυξης σπάνια προσφέρουν μέρισμα, γιατί όλα τα κέρδη τους επανεπενδύονται για να διατηρηθεί αυτή η ανάπτυξη.

Καθαρό Μέρισμα (net dividend)

Καθαρό μέρισμα είναι το ποσό του μερίσματος που απομένει, μετά την αφαίρεση του φόρου.

 

Μερίσματα και Γνωστικά Σημεία Αναφοράς (Dividends and cognitive reference points)

Παρόλο που είναι γνωστό ότι τα μερίσματα δεν παίζουν ρόλο στην αξία μιας επιχείρησης, οι επενδυτές έχουν μία προτίμηση σε μερίσματα που δίνονται σε μετρητά.

Αυτή την αντίδραση των επενδυτών λαμβάνουν υπ’ όψιν τους οι διοικητές των επιχειρήσεων όταν καθορίζουν την μερισματική πολιτική και, σε γενικές γραμμές, τείνουν να ακολουθούν μία προσχεδιασμένη συντηρητική και σταθερή μερισματική πολιτική.

Αυτό το κάνουν γιατί θεωρούν ότι οι επενδυτές:

θέλουν τα μερίσματα γιατί τους βοηθούν σε προβλήματα εσωτερικού ελέγχου (περιορισμός της κατανάλωσης στο ποσό του μερίσματος)

αποφεύγουν τον φόβο της μετάνοιας χρηματοδοτώντας την κατανάλωση από το μέρισμα (δεν πουλούν μετοχές που μπορεί να ανέβει η αξία τους στο μέλλον).

με βάση την θεωρία προοπτικής, πείθουν τους εαυτούς τους ότι παίρνουν μία σωστή απόφαση αγοράζοντας μετοχές που πληρώνουν υψηλά μερίσματα (καλύτερα μετρητά σήμερα παρά μία αβέβαιη κεφαλαιακή υπεραξία στο μέλλον).

 

Μερισματική πολιτική και ψυχολογική τιμολόγηση

Η ψυχολογική τιμολόγηση επηρεάζει και τους επενδυτές καθώς δίνουν μεγαλύτερο βάρος στα πρώτα στοιχεία των μερισμάτων ανά μετοχή, οπότε οι διοικητές των επιχειρήσεων μπορεί να μπουν στον πειρασμό να ορίσουν τα μερίσματα κοντά σε ένα γνωστικό σημείο αναφοράς.

Παράδειγμα:

Ένα μέρισμα ανά μετοχή της τάξεως των 2€ μπορεί να γίνει αντιληπτό από τους επενδυτές ως υπερβολικά υψηλό σε σχέση με ένα μέρισμα ανά μετοχή της τάξεως των 1,99€.

Εάν οι διοικητές των επιχειρήσεων όντως καθορίζουν τα μερίσματα με βάση αυτόν τον τρόπο τότε θα έπρεπε να υπάρχει πολύ υψηλή συχνότητα μικρών ψηφίων και μία πολύ χαμηλή συχνότητα μεγάλων ψηφίων στο δεύτερο σημείο των μερισμάτων ανά μετοχή.

Πράγματι αποτελέσματα ερευνών δείχνουν ότι οι συχνότητες των ψηφίων στο δεύτερο σημείο των μερισμάτων δεν ακολουθούν τις θεωρητικές τους κατανομές, αλλά υπάρχει μία υψηλότερη και στατιστικά σημαντική ύπαρξη μηδενικών στο δεύτερο σημείο των μερισμάτων ανά μετοχή συνδυασμένη με μία χαμηλότερη και στατιστικά σημαντική ύπαρξη μεγάλων ψηφίων στο δεύτερο σημείο των μερισμάτων ανά μετοχή.

Η τάση αυτή είναι συμβατή με την ιδέα ότι οι μάνατζερ καθορίζουν τα μερίσματα με βάση γνωστικά σημεία αναφοράς γνωρίζοντας ότι οι επενδυτές ακολουθούν κανόνες στρογγυλοποίησης.

Παράδειγμα:

Ένα μέρισμα της τάξεως του 1,50€ ενδέχεται να στρογγυλοποιηθεί από τους επενδυτές πρώτα στο 2€ προκειμένου να εκτιμηθεί το μέγεθός του, ενώ ένα μέρισμα της τάξεως του 1,4€ ενδέχεται να στρογγυλοποιηθεί πρώτα στο 1€ προκειμένου να εκτιμηθεί το μέγεθός του.

Έτσι, είναι λογικό για τους μάνατζερ να θέτουν τα μερίσματα με αυτόν τον τρόπο προκειμένου να ικανοποιούν τις προτιμήσεις των επενδυτών για μερίσματα, και ταυτόχρονα να ελαχιστοποιούν το ποσό που δίνουν σε μετρητά για μέρισμα.

 

Μερισματική Απόδοση (Dividend yield)

Μερισματική απόδοση είναι το μέρισμα που πληρώνει μία εταιρία ως ποσοστό επί της χρηματιστηριακής τιμής της μτοχής, για μια συγκεκριμένη χρονική περίοδο.

Υπολογίζεται διαιρώντας το ετήσιο μέρισμα με την τιμή της μετοχής.

Παράδειγμα:

Αν μία μετοχή πληρώνει μέρισμα 1€ σε διάστημα ενός χρόνου και διαπραγματεύεται στα 25€, τότε έχει μερισματική απόδοση 4%.

Οι μεγάλες και ώριμες εταιρίες τείνουν να έχουν μεγαλύτερες μερισματικές αποδόσεις από τις πιο καινούριες ενώ εταιρίες με μεγάλη ανάπτυξη δεν έχουν μερισματική απόδοση γιατί δεν μοιράζουν καθόλου μέρισμα.

Η μερισματική απόδοση είναι ένας τρόπος να μετρηθεί το κέρδος που προσφέρει μία μετοχή για κάθε ευρώ που επενδύεται σε αυτή. Οι επενδυτές-μέτοχοι που θέλουν να εξασφαλίσουν ένα ελάχιστο εισόδημα θα προτιμήσουν τις μετοχές με τις υψηλότερες μερισματικές αποδόσεις.

Παράδειγμα:

Αν δύο επιχειρήσεις πληρώνουν μέρισμα 1€/μετοχή, αλλά η Α διαπραγματεύεται στα 25€ ενώ η Β στα 20€, τότε η Α έχει μερισματική απόδοση 4% ενώ η Β 5%.

Έτσι αν οι εταιρίες είναι κατά τα άλλα πανομοιότυπες, οι επενδυτές θα επιλέξουν την εταιρία με την υψηλότερη μερισματική απόδοση (Β).

 

Μετατρέψιμο Ομόλογο / Πρόβλεψη για Μετατρεψιμότητα (Convertible bond)

Mετατρέψιμο ομόλογο είναι ένα ομόλογο με πρόβλεψη για μετατρεψιμότητα (conversion feature), δηλαδή έχει δικαίωμα ο κάτοχος του ομολόγου να το ανταλλάξει με κοινές μετοχές της επιχείρησης σε συγκεκριμένες ημερομηνίες και σε συγκεκριμένη τιμή εξάσκησης.

Συχνά αυτό θα συμβεί πριν την ωρίμανση του ομολόγου και ο αριθμός των μετοχών που θα πάρει ο επενδυτής από την μετατροπή καθορίζεται από τον λόγο μετατροπής (conversion ratio).

Παράδειγμα:

Ένα ομόλογο έχει ονομαστική αξία 100€ και λόγο μετατροπής 5. Ο κάτοχος του ομολόγου θα μετατρέψει κάθε 100€ δανείου σε 5 μετοχές.

Σε περίπτωση εκκαθάρισης ή πτώχευσης τα ομόλογα αυτά είναι υποδεέστερα άλλων ομολόγων και για αυτόν τον λόγο οι επενδυτές θα απαιτήσουν υψηλότερη απόδοση.

 

Μικτή Τιμή (Dirty price)

Μικτή τιμή είναι η τιμή που πρέπει να καταβάλλει ένας επενδυτής για να αγοράσει ένα ομόλογο.

Αποτελείται από την καθαρή τιμή του ομολόγου, συν τους δεδουλευμένους τόκους που έχουν συσσωρευθεί μέχρι την ημερομηνία αγοράς.

Ως εκ τούτου, η μικτή τιμή ενός ομολόγου αυξάνεται σταδιακά μεταξύ των πληρωμών των τοκομεριδίων και υποχωρεί αμέσως μετά την πληρωμή τους.

Αμέσως μετά από κάθε πληρωμή τοκομεριδίου, η καθαρή τιμή θα ισούται με τη μικτή.

Πολλά ευρωπαϊκά χρηματιστήρια χρησιμοποιούν την μικτή τιμή όταν αναφέρονται στην αγοραία τιμή των ομολόγων.

 

Μονάδα Βάσης (Basis point (bp))

Μονάδα βάσης είναι το ένα εκατοστό του 1%, δηλαδή 0,01% και χρησιμοποιείται για την καλύτερη απεικόνιση των μικροδιαφορών στις αποδόσεις χρεογράφων, ομολόγων και άλλων επενδύσεων.

Δηλαδή, κάποιος επενδυτής που θέλει να εκφράσει ότι η διαφορά στην απόδοση δύο μετοχών είναι 0,05%, θα αναφέρεται ως διαφορά 5 μονάδων βάσης αντί “μηδέν κόμμα μηδέν πέντε τοις εκατό”.

 

Μετοχή (Share / Stock)

Μετοχές είναι ουσιαστικά μερίδια ιδιοκτησίας σε μια επιχείρηση. Είναι απαιτήσεις πάνω στα στοιχεία Ενεργητικού και εισοδήματος της, και προσφέρουν τη δυνατότητα όχι μόνον της συμμετοχής του επενδυτικού κοινού στο κεφάλαιο της, αλλά και τη δυνατότητα στην επιχείρηση να αντλεί τα απαιτούμενα για επενδύσεις κεφάλαια.

Οι μετοχές θεωρούνται μακροπρόθεσμα προϊόντα επειδή δεν έχουν συγκεκριμένη ημερομηνία λήξεως, και περιοδικά οι επιχειρήσεις διανέμουν μέρος ή το σύνολο των κερδών τους (εάν υπάρχουν) στους μετόχους υπό μορφή μερίσματος. Όσο υψηλότερο είναι το καθαρό εισόδημα της επιχείρησης, τόσο μεγαλύτερη η απόδοση για τους μετόχους.

Το βασικό πλεονέκτημα των μετοχών είναι ότι οι κάτοχοι τους συμμετέχουν πλήρως στην αύξηση της κερδοφορίας ή του ενεργητικού της επιχείρησης, ενώ το βασικό τους μειονέκτημα είναι ότι σε περίπτωση εκκαθάρισης η επιχείρηση πρέπει να πληρώσει τους κατόχους των δανείων και των ομολόγων πριν από τους μετόχους.

Κοινές και προνομιούχες μετοχές

Μία πρώτη ταξινόμηση μπορεί να γίνει μεταξύ κοινών και προνομιούχων μετοχών, με τις απαιτήσεις και τα δικαιώματα των προνομιούχων μετοχών να προηγούνται από αυτά των κοινών μετοχών.

Για παράδειγμα σε περίπτωση εκκαθάρισης οι προνομιούχες μετοχές έχουν προτεραιότητα έναντι των κοινών πάνω στα κέρδη και περιουσιακά στοιχεία. Επίσης από τα κέρδη κάθε χρήσης το προβλεπόμενο πρώτο μέρισμα διανέμεται πρώτα στις προνομιούχες μετοχές (χωρίς αυτό να αναιρεί το δικαίωμα είσπραξης πρόσθετου μερίσματος), και δικαιούνται σωρευτικό μέρισμα.

Ας σημειωθεί όμως ότι παρόλο που τα δικαιώματα των προνομιούχων προηγούνται των κοινών μετοχών, έπονται των δικαιωμάτων των ομολογιών, και επίσης οι κάτοχοι τους δεν έχουν δικαίωμα ψήφου όπως οι κάτοχοι των κοινών μετοχών.

Περιληπτικά, τα βασικά δικαιώματα των κοινών μετοχών είναι τα εξής:

κάθε μέτοχος δικαιούται συμμετοχής στη Γενική Συνέλευση Μετόχων

κάθε κοινή μετοχή έχει μία ψήφο

κάθε μετοχή έχει δικαίωμα συμμετοχής στα κέρδη

κάθε μέτοχος έχει δικαίωμα προτίμησης σε κάθε αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου

η ευθύνη του μετόχου περιορίζεται στο ποσό του ονομαστικού κεφαλαίου που κατέχει, και οι δανειστές του δεν μπορούν να στραφούν εναντίον της εταιρίας

όλες οι μετοχές έχουν την ίδια ονομαστική αξία.

Ονομαστικές και ανώνυμες μετοχές

Μία δεύτερη διάκριση είναι μεταξύ ονομαστικών και ανώνυμων μετοχών. Στις ονομαστικές μετοχές τα στοιχεία του μετόχου αναγράφονται πάνω στη μετοχή μαζί με τα στοιχεία της εταιρείας, σε αντίθεση με τις ανώνυμες όπου αναγράφονται μόνο τα στοιχεία της εταιρείας.

Κάποιες επιχειρήσεις (π.χ. τράπεζες, κοινής ωφελείας) είναι υποχρεωμένες να εκδίδουν ονομαστικές μετοχές. Στις ονομαστικές μετοχές εντάσσονται και οι χρυσές μετοχές.

Είδη τιμών μετοχών

Επίσης, μία μετοχή έχει:

την ονομαστική τιμή της ή ονομαστική αξία, η οποία προκύπτει κατά την πρώτη έκδοση των μετοχών και υπολογίζεται διαιρώντας την αξία του μετοχικού κεφαλαίου της ανώνυμης εταιρείας με τον αριθμό των μετοχών που εξέδωσε αρχικά

τη λογιστική τιμή τής ή λογιστική αξία, η οποία απεικονίζει την πραγματική αξία και προκύπτει διαιρώντας τα ίδια κεφάλαια της ανώνυμης εταιρείας με τον αριθμό των μετοχών σε κυκλοφορία και

τη χρηματιστηριακή τιμή της ή τρέχουσα αξία, η οποία διαμορφώνεται καθημερινά από το νόμο προσφοράς και ζήτησης.

Η μερισματική απόδοση είναι ο λόγος του μερίσματος ανά μετοχή προς την τρέχουσα τιμή.

Οι μετοχές ως στοιχείο επένδυσης θεωρούνται υψηλού κινδύνου και μεγάλης αβεβαιότητος αλλά αυτός είναι και ο λόγος που τις καθιστά ελκυστικές σε μία μεγάλη μερίδα επενδυτών

 

Μετοχικό Kεφάλαιο (Capital stock / Share capital)

Μετοχικό κεφάλαιο είναι το σύνολο των κεφαλαίων που εισφέρουν οι φορείς μιας ανώνυμης εταιρίας κατά την ίδρυση της ή και αργότερα κατά τη διάρκεια της παραγωγικής της ζωής.

Το μετοχικό κεφάλαιο διακρίνεται σε:

Καταβεβλημένο μετοχικό κεφάλαιο

(ονομαστική αξία μετοχής * αριθμός μετοχών)

Διαφορά “υπέρ το άρτιο“ από την έκδοση νέων μετοχών.

Αν κυκλοφορήσουν μετοχές με τιμή διάθεσης υψηλότερη της υφιστάμενης ονομαστικής αξίας της μετοχής τότε η διαφορά καταγράφεται στον εν λόγω Λογαριασμό και συνιστά “κατ’ αναλογία όφελος” των παλαιών μετόχων.

Το μετοχικό κεφάλαιο διαμορφώνεται από:

το μετοχικό κεφάλαιο που προσφέρθηκε κατά την ίδρυση μιας επιχείρησης,

τις ενδεχόμενες αυξήσεις του μέσω καταβολής χρηματικών κεφαλαίων από τους μετόχους και

από πιθανές κεφαλαιοποιήσεις των Αποθεματικών.

 

Μέτοχος (Shareholder / Stockholder)

Μέτοχος είναι ένα άτομο ή μία εταιρεία που κατέχει νόμιμα μία ή περισσότερες μετοχές μίας ανώνυμης εταιρίας ή ενός αμοιβαίου κεφαλαίου (mutual fund).

Οι μέτοχοι έχουν νόμιμο δικαίωμα σε ένα ποσοστό των κερδών και περιουσιακών στοιχείων της εταιρείας ενώ αντίθετα σε περίπτωση πτώχευσης οι μέτοχοι χάνουν γενικά το σύνολο της αξίας των μετοχών τους. Όσοι από τους μετόχους είναι επίσης εργαζόμενοι της εταιρείας, οφείλουν να γνωστοποιούν δημοσίως οποτεδήποτε επιθυμούν να αυξήσουν ή να μειώσουν τις μετοχές τους, ώστε να μειωθούν τα φαινόμενα εσωτερικής πληροφόρησης.

Οι μέτοχοι αγοράζουν μετοχές και επενδύουν τα χρήματα τους στην επιχείρηση με σκοπό την αποκόμιση κέρδους, είτε από:

πληρωμές μερισμάτων που πραγματοποιούνται από την εταιρεία είτε από

την αύξηση της αξίας των μετοχών που έχουν στην κατοχή τους και συνεπώς το κέρδος από την επαναπώληση τους στο χρηματιστήριο

Μπορούν επίσης να αγοράσουν μετοχές προκειμένου να αποκτήσουν τον έλεγχο μιας επιχείρησης, όπως συμβαίνει συνήθως και κατά την εξαγορά μιας εταιρείας από μια άλλη.

Οι μέτοχοι οι οποίοι μέσω της πρωτογενούς αγοράς αγοράζουν μετοχές κατά την αρχική δημόσια προσφορά (initial public offering -IPO) θεωρούνται χρηματοδότες και παρέχουν κεφάλαια στις εταιρείες. Ωστόσο, η συντριπτική πλειοψηφία των μετόχων αγοράζουν τίτλους στη δευτερογενή αγορά και δεν θεωρείται ότι παρέχουν με άμεσο τρόπο κεφάλαια προς αυτές.

Τόσο οι ιδιωτικές όσο και οι δημόσιες εταιρείες έχουν μετόχους, ενώ τα συνταξιοδοτικά ταμεία που διακρατούν μετοχές στο χαρτοφυλάκιο τους είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα μετόχου που είναι επίσης οργανισμός.

Δικαιώματα Μετόχων

Στους μετόχους παραχωρούνται συγκεκριμένα προνόμια με βάση την κατηγορία των μετοχών τους, συμπεριλαμβανομένων:

του δικαιώματος ψήφου για θέματα όπως οι εκλογές του Διοικητικού Συμβουλίου, και κατά συνέπεια λόγο στο πως διοικείται η εταιρεία

το δικαίωμα συμμετοχής στη διανομή των εσόδων της εταιρείας (εισπράττουν μέρος των κερδών της εταιρείας)

το δικαίωμα να ασκήσουν προσφυγή (μήνυση) αν η εταιρεία δε διοικείται σωστά

το δικαίωμα να αγοράσουν νέες μετοχές που εκδίδονται από την εταιρεία

το δικαίωμα να πωλούν τις μετοχές τους

το δικαίωμα να λαμβάνουν τις ετήσιες οικονομικές καταστάσεις της επιχείρησης, από τη στιγμή που είναι διαθέσιμες για έκδοση

το δικαίωμα να λαμβάνουν μέρισμα ανά μετοχή, όπως καθορίζεται από το ΔΣ

το δικαίωμα σε περιουσιακά στοιχεία της εταιρείας κατά τη διάρκεια της εκκαθάρισης της

Ωστόσο, τα δικαιώματα των μετόχων όσον αφορά τα περιουσιακά στοιχεία της εταιρείας, είναι υποδεέστερα των δικαιωμάτων των πιστωτών της εταιρείας σε μια ενδεχόμενη πτώχευση.

Οι τυπικοί μέτοχοι έχουν περιορισμένη επίδραση στα τεκταινόμενα των εισηγμένων εταιρειών πέραν της ψηφοφορίας για το Διοικητικό Συμβούλιο. Οι μέτοχοι που κατέχουν μεγάλα ποσοστά μιας εταιρείας όμως (μεγαλομέτοχοι), εκτός του ότι μπορούν να ασκήσουν μεγαλύτερη επιρροή, πρέπει να πληρούν πρόσθετες νομικές απαιτήσεις, συμπεριλαμβανομένης της δημόσιας αναγγελίας των αριθμών μετοχών που κατέχουν.

 

Επίσης οι μεγαλύτεροι μέτοχοι (από την άποψη των ποσοστών επί των μετοχών όπου έχουν στην κατοχή τους) είναι συνήθως αμοιβαία κεφάλαια και ειδικότερα παθητικώς διαχειριζόμενα διαπραγματεύσιμα αμοιβαία κεφάλαια (exchange-traded funds).

Παρόλο που οι διευθυντές και γενικά η διοίκηση μιας εταιρείας έχει την υποχρέωση να δρα προς το καλύτερο συμφέρον των μετόχων και να προσπαθεί διαρκώς να ενισχύει την χρηματιστηριακή αξία της επιχείρησης, οι μέτοχοι δεν έχουν καμία τέτοια υποχρέωση στις μεταξύ τους σχέσεις.

Παράδειγμα:

Ορισμένοι μέτοχοι μπορεί να έχουν όφελος να ρίξουν την αξία των μετοχών μιας εταιρείας προκειμένου είτε να αγοράσουν περισσότερες μετοχές σε χαμηλότερη τιμή, είτε να αναγκάσουν τους μικρομετόχους να πωλήσουν αυτές που έχουν ήδη στην κατοχή τους.

Μπορεί να υπάρχει μόνο ένας μικρός αριθμός μετόχων (όπως συνηθίζεται σε μια ιδιωτική επιχείρηση), ή μπορεί να υπάρχουν χιλιάδες, όπως είναι σύνηθες για μια δημόσια εταιρεία των οποίων οι μετοχές διαπραγματεύονται σε ένα μεγάλο χρηματιστήριο.

Οι μέτοχοι θεωρούνται από κάποιους ως ένα υποσύνολο ενδιαφερομένων (stakeholders), το οποίο περιλαμβάνει όποιον έχει άμεσο ή έμμεσο συμφέρον στην επιχειρηματική οντότητα. Για παράδειγμα, το εργατικό δυναμικό, οι προμηθευτές, οι πελάτες, η κοινότητα, κτλ. συνήθως θεωρούνται ως άμεσα ενδιαφερόμενα μέρη, επειδή συνεισφέρουν στην αξία και επηρεάζονται από την εταιρεία.

Μέτοχοι και Πτώχευση

Σε περίπτωση εκκαθάρισης (ρευστοποίησης) ή πώλησης μιας επιχείρησης, οι μέτοχοι έχουν δικαίωμα στα εναπομείναντα περιουσιακά στοιχειά της. Αυτό σημαίνει ότι όλοι οι πιστωτές θα πληρωθούν πρώτοι από τα περιουσιακά στοιχειά ή τα κέρδη και τις εισπράξεις της επιχείρησης. Ύστερα, το εναπομείναν κεφάλαιο, αν υπάρχει, το μοιράζονται οι μέτοχοι ανάλογα με τα ποσοστά ιδιοκτησίας στην εταιρεία και το αν έχουν στην κατοχή τους προνομιούχες μετοχές.

Τα δικαιώματα των μετόχων είναι υποδεέστερα από αυτά των ομολογιούχων, έτσι ώστε οι μέτοχοι να χάνουν την αξία των μετοχών τους, εάν η εταιρεία πτωχεύσει. Οι μέτοχοι μπορούν επίσης να χάσουν μέρος ή το σύνολο της αξίας των μετοχών τους, αν η τιμή της μετοχής είναι χαμηλότερη κατά την στιγμή της πώλησης από ότι ήταν κατά τη στιγμή της αγοράς της.

Αν δεν υπάρχει υπόλοιπο κεφαλαίων μετά την εξόφληση των πιστωτών τότε οι μέτοχοι χάνουν τις επενδύσεις τους στην επιχείρηση.

Συνοπτικά, οι μέτοχοι διατρέχουν το μεγαλύτερο κίνδυνο απώλειας κεφαλαίων από όλα τα εμπλεκόμενα μέλη (stakeholders) μιας επιχείρησης, αλλά μπορούν επίσης να επωφεληθούν πιο άμεσα από την αύξηση της αξίας της επιχείρησης.

Νομισματική Κυκλοφορία (Currency in circulation)

Νομισματική κυκλοφορία είναι το σύνολο των κερμάτων και χαρτονομισμάτων που κυκλοφορούν σε μια οικονομία.

Τα χρήματα αυτά δηλαδή δεν είναι δεσμευμένα μακροπρόθεσμα σε κάποια εμπορική τράπεζα, στην Κεντρική τράπεζα ή σε κάποιο άλλο χρηματοπιστωτικό ίδρυμα.

Η νομισματική κυκλοφορία αποτελεί υποσύνολο της συνολικής προσφοράς χρήματος και της νομισματικής βάσης.

Ξένες Επενδύσεις Χαρτοφυλακίου (Foreign portfolio equity investment)

Ξένες επενδύσεις χαρτοφυλακίου είναι επενδύσεις που έχουν τη μορφή είτε της παροχής δανείων στο εξωτερικό, είτε της κατοχής μετοχών επιχειρήσεων εισηγμένων σε χρηματιστήρια της αλλοδαπής, είτε της βραχυχρόνιας τραπεζικής τοποθέτησης σε ξένο νόμισμα με στόχο την εκμετάλλευση διαφορετικών αποδόσεων μεταξύ χωρών.

Όγκος Συναλλαγών (Trading volume)

Όγκος συναλλαγών (trading volume) είναι ο αριθμός των μετοχών που διακινούνται σε μια συγκεκριμένη χρονική περίοδο.

 

Οίκοι Αξιολόγησης (Credit rating agencies)

Οίκοι αξιολόγησης είναι εταιρείες που αξιολογούν την πιστοληπτική ικανότητα ενός ατόμου, μιας εταιρείας ή μιας χώρας, δηλαδή τη δυνατότητα να ανταποκριθούν στις δανειακές υποχρεώσεις.

Επίσης αξιολογούν την αξιοπιστία διάφορων χρεογράφων, όπως τα ομόλογα, οι εκδότες των οποίων είναι εταιρείες, κυβερνήσεις και μη κερδοσκοπικές οργανώσεις που τα εκδίδουν με σκοπό τη διαπραγμάτευση και πώληση τους στη δευτερογενή αγορά.

Υπάρχουν διάφοροι οίκοι που αξιολογούν την πιστοληπτική ικανότητα εταιρειών, χρεογράφων και χωρών, με τις τρεις μεγαλύτερες να είναι η Moody’s, η Standard & Poor’s (S&P) και η Fitch.

Η βαθμολογία αντιπροσωπεύεται με γράμματα και διαφέρει από οίκο σε οίκο

Μία υψηλή βαθμολογία δείχνει χαμηλό κεφαλαιακό κίνδυνο και συνεπώς ενθαρρύνει τους επενδυτές να αγοράσουν το χρεόγραφο.

Οι οίκοι αξιολόγησης είναι σημαντικοί για τους επενδυτές, τους εκδότες, τις επενδυτικές τράπεζες, τους χρηματιστές και τις κυβερνήσεις επειδή αυξάνουν το φάσμα των διαθέσιμων εναλλακτικών επενδύσεων και παρέχουν ανεξάρτητη και εύχρηστη αξιολόγηση του πιστωτικού κινδύνου.

Έτσι αυξάνεται γενικά η αποδοτικότητα της αγοράς κεφαλαίου και μειώνεται το κόστος για τους οφειλέτες και τους δανειστές. Αυτό με τη σειρά του αυξάνει τη συνολική προσφορά επιχειρηματικών κεφαλαίων στην οικονομία, οδηγώντας σε μεγαλύτερη ανάπτυξη.

 

Οικονομική Ανάλυση (Financial analysis)

Οικονομική ανάλυση είναι ο έλεγχος της οικονομικής κατάστασης μιας επιχείρησης και των προοπτικών που υπάρχουν σχετικά με τις δραστηριότητές της.

Η οικονομική αυτή ανάλυση συνοδεύεται και από σχετικούς πίνακες, λογιστικές καταστάσεις, Ισοζύγια και Ισολογισμούς.

Στις τράπεζες οι αναλύσεις αυτές γίνονται από ειδικευμένους οικονομικούς αναλυτές και λογιστές.

 

Οικονομικός Αναλυτής (Financial analyst)

Οικονομικός αναλυτής είναι ο επαγγελματίας ο οποίος ασχολείται επιστημονικά με την οικονομική ανάλυση.

 

Ομόλογο / Ομολογία (Bond)

Ομόλογα είναι μακροπρόθεσμα χρεόγραφα που εκδίδονται είτε από το Δημόσιο είτε από ιδιωτικούς οργανισμούς (πχ τράπεζες, επιχειρήσεις κλπ), και χρησιμοποιούνται για το δανεισμό κεφαλαίων από το επενδυτικό κοινό.

Στις περισσότερες χώρες του κόσμου υπάρχουν καλά οργανωμένες δευτερογενείς αγορές για τα χρεόγραφα αυτά, γεγονός που προσθέτει σημαντική ρευστότητα στην αγορά και τα κάνει ακόμα πιο ελκυστικά στον επενδυτή.

Οι κοινές ομολογίες θεωρούνται επενδύσεις σταθερού εισοδήματος διότι ο εκδότης του ομολογιακού δανείου έχει αναλάβει την υποχρέωση (νομική δέσμευση) να καταβάλει στο τέλος κάθε χρονικής περιόδου ένα συγκεκριμένο χρηματικό ποσό για όλη τη διάρκεια ζωής του αξιογράφου. Το συγκεκριμένο χρηματικό ποσό είναι ο τόκος.

Ο εκδότης των ομολόγων αναλαμβάνει την υποχρέωση να εξυπηρετήσει πρώτα τις νόμιμες απαιτήσεις των ομολογιούχων (καταβολή των τόκων και επιστροφή του αρχικού κεφαλαίου κατά τη λήξη της ομολογίας) ανεξάρτητα από το επίπεδο κερδών της επιχείρησης και μετά να ικανοποιήσει τις απαιτήσεις των μετόχων.

Μέχρι πρόσφατα τα ομόλογα ήταν χρηματοοικονομικά προϊόντα με σχετικά εύκολη αποτίμηση και θεωρούνταν επενδύσεις χαμηλού κινδύνου και απόδοσης, επειδή η διάρκεια ζωής τους ήταν δεδομένη και επειδή συνήθως ήταν σταθερού επιτοκίου. Όμως τα τελευταία χρόνια δημιουργήθηκαν νέα πολύπλοκα επενδυτικά προϊόντα βασισμένα στα ομόλογα κι επειδή τα επιτόκια είναι πολύ πιο μεταβλητά από ότι παλαιότερα, η αποτίμηση των ομολόγων είναι πλέον δύσκολη υπόθεση.

Τα ομόλογα είναι πολύ σημαντικά προϊόντα της κεφαλαιαγοράς διότι δίνουν την ευκαιρία σε έναν επενδυτή να κερδίσει σταθερές αποδόσεις με σχετικά μικρό ή μηδενικό κίνδυνο απώλειας του αρχικού κεφαλαίου, αλλά ταυτόχρονα δίνουν και τη δυνατότητα πολύ υψηλών αποδόσεων για αυτούς που είναι διατεθειμένοι να κερδοσκοπήσουν πάνω στη μεταβολή των επιτοκίων.

Παράδειγμα:

Τα τοκομερίδια ενός τυπικού ομολόγου είναι συνήθως υψηλότερα από τα μερίσματα μετοχών, ενώ αν τα επιτόκια πέσουν μετά από την αγορά ενός ομολόγου δίνεται η δυνατότητα στον επενδυτή να πραγματοποιήσει σημαντικά κεφαλαιακά κέρδη πουλώντας τα στη δευτερογενή αγορά.

Οι ομολογίες είναι πιστοποιητικά χρέους με διάρκεια ζωής συνήθως μεγαλύτερη από ένα έτος ενώ τα ομόλογα έχουν μικρότερη διάρκεια ζωής.

Χαρακτηριστικά ομολόγων

1) Ονομαστική αξία (par ή face value)

2) Επιτόκιο Έκδοσης (coupon rate)

Υπάρχουν ομόλογα σταθερού επιτοκίου (fixed rate bond), δηλαδή ομόλογα που πληρώνουν το ίδιο τοκομερίδιο σε όλη την διαρκή της ζωής τους, και ομόλογα μεταβλητού ή κυμαινόμενου επιτοκίου (adjustable, variable rate bond), δηλαδή ομόλογα των οποίων το επιτόκιο μεταβάλλεται κατά την διάρκεια της ζωής τους σύμφωνα με κάποιο άλλο βασικό επιτόκιο.

Για παράδειγμα τα γραμμάτια κυμαινόμενου επιτοκίου, είναι γραμμάτια τα οποία έχουν ένα επιτόκιο το οποίο δεν είναι σταθερό αλλά κυμαίνεται ανάλογα με τα επιτόκια της αγοράς. Το ποσό του τοκομεριδίου κάθε γραμματίου κυμαινόμενου επιτοκίου θα είναι συνδεδεμένο με ένα επιτόκιο αναφοράς, δηλαδή ένα βραχυπρόθεσμο επιτόκιο της αγοράς.

Παράδειγμα:

Ένα συνηθισμένο επιτόκιο αναφοράς είναι το LIBOR: ένα γραμμάτιο κυμαινόμενου επιτοκίου μπορεί να εκδοθεί με επιτόκιο UBOR+0,1%. Αυτό σημαίνει ότι ο εκδότης θα πληρώνει στον κάτοχο τοκομερίδια 0,1% πάνω από το εκάστοτε επιτόκιο LIBOR.

 

Το ποσοστό μεταξύ του επιτοκίου του τοκομεριδίου και του επιτοκίου αναφοράς είναι το λεγόμενο περιθώριο (margin).

Επίσης υπάρχουν ομόλογα που δεν έχουν περιοδικές πληρωμές τόκων, τα ομόλογα μηδενικού τοκομεριδίου, όπως είναι πχ τα Έντοκα Γραμμάτια Δημοσίου.

3) Συχνότητα τοκομεριδίου (coupon frequency)

Τα τοκομερίδια καθορίζονται από το επιτόκιο έκδοσης και η συχνότητα πληρωμής τους διαφέρει από έκδοση σε έκδοση.

Παράδειγμα:

Τα τοκομερίδια σε κρατικά ομόλογα συνήθως πληρώνονται μία φορά τον χρόνο, εκτός των τοκομεριδίων ομολογιών Η.Π.Α. όπου η πληρωμή γίνεται δύο φορές το χρόνο.

4) Ωρίμανση (maturity)

5) Τιμή διαπραγμάτευσης (market price)

Μετά την αρχική έκδοση ενός ομολόγου, το ομόλογο θα διαπραγματεύεται συνήθως στη δευτερογενή αγορά. Η τιμή διαπραγμάτευσης στην δευτερογενή αγορά μπορεί να είναι μεγαλύτερη (άρα το ομόλογο διαπραγματεύεται υπέρ το άρτιο, με premium) ή και μικρότερη (άρα το ομόλογο διαπραγματεύεται υπό το άρτιο, με discount) από την ονομαστική αξία του ομολόγου, ανάλογα με την πορεία των επιτοκίων.

Παράδειγμα:

Έστω ομόλογο Χ που εκδόθηκε για πρώτη φορά πέρυσι με επιτόκιο 7%. Φέτος ομόλογα με τα ίδια χαρακτηριστικά με το Χ (π.χ. από τον ίδιο οργανισμό, ίδιας διάρκειας, ιδίου κινδύνου, κ.λ.π) έχουν επιτόκιο 10% λόγω αύξησης των επιτοκίων στην αγορά.

Ένας επενδυτής στην δευτερογενή αγορά θα αγοράσει το ομόλογο Χ μόνον εάν η τιμή του έχει πέσει έτσι ώστε να προσφέρει την ίδια απόδοση με τα καινούρια ομόλογα. Έτσι το Χ θα πωλείται με discount. Το αντίστροφο μπορεί να συμβεί με εάν τα επιτόκια στην αγορά έχουν μειωθεί και το Χ θα πωλείται με premium.

 

Είδη ομολόγων

Ενυπόθηκο ομόλογο (mortgage bond)

Ομόλογο χωρίς εξασφαλίσεις (debenture)

Ανακλητό ομόλογο (callable bonds)

Πρόβλεψη για τοκοχρεολυτικό κεφάλαιο (sinking fund provision)

Μετατρέψιμο ομόλογο (convertible bond)

Ομόλογα μηδενικού τοκομεριδίου (zero-coupon bonds/zeros)

 

Κίνδυνοι ομολόγων

Παρόλο που τα ομόλογα είναι λιγότερο επικίνδυνα από τις μετοχές, δεν είναι και εντελώς ακίνδυνα για τον επενδυτή. Οι σημαντικότερες πηγές κίνδυνου για τα ομόλογα είναι:

επιτοκιακός κίνδυνος (interest rate risk)

κίνδυνος πτώχευσης (default risk)

κίνδυνος επανεπένδυσης (reinvestment rate risk)

κίνδυνος του προνομίου ανάκλησης (call risk), σε περίπτωση που ανακληθεί το ομόλογο σε περίοδο πτώσης των επιτοκίων

πιστωτικός κίνδυνος (credit risk)

πληθωριστικός κίνδυνος (inflation risk), που επηρεάζει το επιτόκιο και τις τιμές

κίνδυνος ρευστότητας (liquidity risk)

 

Αποδόσεις και κίνδυνος επιτοκίων 

Ομόλογα Μηδενικού Τοκομεριδίου (Zero-coupon bonds / Zeros)

Ομόλογα μηδενικού τοκομεριδίου είναι ομόλογα που δεν δίνουν τοκομερίδιο, αλλά η τιμή έκδοσης τους είναι πολύ χαμηλότερη από την ονομαστική αξία τους.

Η απόδοση για τον κάτοχο προκύπτει από την διαφορά μεταξύ της τιμής αγοράς και της ονομαστικής αξίας.

Παράδειγμα:

Η επιχείρηση Α εκδίδει ομολογία μηδενικού τοκομεριδίου με τιμή αγοράς 700€ και ονομαστική αξία 1.000€ σε 2 χρόνια. Η απόδοση για τον κάτοχο θα είναι η διαφορά των 300€.

Τα ομόλογα αυτά έχουν τα εξής πλεονεκτήματα:

Βοηθούν το κλείδωμα χρημάτων σε συγκεκριμένο επιτόκιο

Μπορούν να χρησιμοποιηθούν για κερδοσκοπία επειδή η τιμή τους στην δευτερογενή αγορά είναι πολύ ευαίσθητη στις μεταβολές των επιτοκίων

Συχνά έχουν προνόμια ανάκλησης

Ταιριάζουν απόλυτα σε συγκεκριμένες επενδυτικές ανάγκες (π.χ. επενδυτής που θέλει ένα συγκεκριμένο ποσό ως εφάπαξ όταν βγει στη σύνταξη, γνωρίζει ότι σε 20 χρόνια από σήμερα θα εισπράξει ακριβώς το ποσό που θα χρειαστεί)

 

Ομόλογα Προστασίας (Cushion bonds)

Ομόλογα προστασίας είναι ένα είδος ανακλητού ομόλογου που προσφέρει κουπόνια υψηλής απόδοσης.

Τα ομόλογα προστασίας πωλούνται με premium λόγω της ανακλητότητας τους και των υψηλών επιτοκίων τους σε σχέση με τα υπόλοιπα ομόλογα της αγοράς.

 

Ομόλογο Εξισορροπητικής Κερδοσκοπίας (Arbitrage bond)

Ομόλογο εξισορροπητικής κερδοσκοπίας (arbitrage bond) είναι ένα χρεωστικό ομόλογο με χαμηλό επιτόκιο, που εκδίδεται από μία δημοτική αρχή πριν από τη λήξη ενός υπάρχοντος ομολόγου το οποίο έχει υψηλότερο επιτόκιο.

Το κεφάλαιο και οι τόκοι του χρεωστικού ομολόγου χαμηλού επιτοκίου επενδύονται σε χρεόγραφα του θησαυροφυλακίου μέχρι την ημέρα αποπληρωμής του ομολόγου με το μεγαλύτερο επιτόκιο.

 

Ομόλογο Καταστροφής (Catastrophe bond)

Ομόλογο καταστροφής είναι ένα είδος ομολόγου που εκδίδεται συνήθως από εταιρίες ειδικού σκοπού και το οποίο παρέχει στους επενδυτές μία απόδοση η οποία εξαρτάται από την πραγματοποίηση ή όχι ενός συγκεκριμένου ασφαλιστικού γεγονότος.

Ανάλογα με τους όρους του ομολόγου και το σχεδιασμό του, οι επενδυτές αντιμετωπίζουν τον κίνδυνο να χάσουν μέρος ή και το σύνολο του κεφαλαίου σε περίπτωση πραγματοποίησης του γεγονότος ή υψηλές αποδόσεις αν το γεγονός δεν συμβεί.

Παράδειγμα:

Έστω ότι μια ασφαλιστική εταιρεία διατηρεί χαρτοφυλάκιο στις ΗΠΑ στο οποίο περιέχονται ασφάλειες για ζημιές από τυφώνες.

Οι διαχειριστές χαρτοφυλακίου της ασφαλιστικής, αντί να αντασφαλίσουν σε μια άλλη ασφαλιστική εταιρεία, μπορούν να δημιουργήσουν μία εταιρεία ειδικού σκοπού με μία επενδυτική τράπεζα που θα εκδώσει ένα ομόλογο καταστροφής.

Οι επενδυτές που ενδιαφέρονται να αγοράσουν το ομόλογο ενδέχεται να ανταμειφθούν με μια απόδοση που βασίζεται σε ένα κυμαινόμενο επιτόκιο αναφοράς (πχ LIBOR)

Εάν το καταστροφικό γεγονός δεν συμβεί, οι επενδυτές θα εξασφαλίσουν μια καλή απόδοση για το χαρτοφυλάκιο τους, ενώ σε αντίθετη περίπτωση το αρχικό κεφάλαιο που επένδυσαν θα χαθεί και θα χρησιμοποιηθεί από τους εκδότες του ομολόγου (ασφαλιστική εταιρεία) για να καλύψει τις πληρωμές στους ασφαλισμένους.

Τα ομόλογα αυτά δηλαδή, θεωρούνται ως χρεόγραφα με ασφαλιστικά χαρακτηριστικά και χρησιμοποιούνται από ασφαλιστικούς οργανισμούς ως αντιστάθμιση κινδύνου.

Από την μεριά των επενδυτών, επειδή τα ομόλογα καταστροφής  παρουσιάζουν χαμηλή συσχέτιση με την πραγματική οικονομία, μπορούν να χρησιμοποιηθούν στη διαφοροποίηση του χαρτοφυλακίου τους.

 

Ομόλογο Προσαρμογής (Adjustment bond)

Ομόλογο προσαρμογής (adjustment bond) είναι ομόλογo το οποίο εκδίδεται κατά την οικονομική αναδιάρθρωση μιας εταιρείας.

Οι τόκοι των ομολογιών αυτών εξοφλούνται συνήθως μετά την ικανοποίηση των λοιπών υποχρεώσεων της εταιρείας.

 

Ομόλογο Συσσωρευμένων Αποδόσεων (Accrual bond)

Ομόλογο συσσωρευμένων αποδόσεων (accrual bond) είναι ένα ομόλογο του οποίου οι δεδουλευμένοι τόκοι δεν πληρώνονται στον επενδυτή κατά τη διάρκεια της ζωής του ομολόγου, αλλά προστίθενται στο κεφάλαιο και καταβάλλονται αθροιστικά κατά την ωρίμανση (maturity) του.

Το ίδιο συμβαίνει και με τα ομόλογα μηδενικού τοκομεριδίου (zero-coupon bonds), τα οποία δεν αποδίδουν τοκομερίδιο.

 

Ομόλογο χωρίς Εξασφαλίσεις (Debenture bond)

Ομόλογο χωρίς εξασφαλίσεις είναι ένα ομόλογο που δεν προβλέπει κάποιου είδους αποζημίωση, μέσω υποθήκευσης κάποιων ακίνητων περιουσιακών στοιχείων (π.χ. ακίνητα, οικόπεδα, κλπ), ως ασφάλεια ή εγγύηση του.

Είναι το αντίθετο του ενυπόθηκου ομολόγου.

 

Ονομαστική Αξία (Par value / Face value)

Ονομαστική αξία ενός ομολόγου είναι η αξία που αναγράφεται στο ομόλογο όταν εκδίδεται και συνήθως είναι η τιμή εξόφλησης, δηλαδή το χρηματικό ποσό που θα αποδοθεί στον επενδυτή στη λήξη του ομολόγου.

Εάν εξαιρεθούν τα ομόλογα που εκδίδονται υπό το άρτιο ή υπέρ το άρτιο (discount ή premium), η ονομαστική αξία είναι το ποσό που δανείζεται ο εκδότης και επιστρέφεται στην λήξη. Με βάση αυτό το ποσό υπολογίζονται και τα περιοδικά τοκομερίδια.

Συνήθως το ποσό αυτό είναι 100 ή 1.000 νομισματικές μονάδες (π.χ. 100/1.000 €).

 

Ουδετερότητα του Χρήματος (Neutrality of money)

Ουδετερότητα του χρήματος ορίζεται ως η μη επίδραση των νομισματικών αλλαγών στις πραγματικές μεταβλητές.

Ονομαστικές μεταβλητές είναι αυτές που μετριούνται σε νομισματικές μονάδες.

Πραγματικές μεταβλητές είναι αυτές που μετριούνται σε φυσικές μονάδες (m, kgr, ..)

Παθητική Διαχείριση Χαρτοφυλακίου (Passive portfolio management)

Παθητική διαχείριση χαρτοφυλακίου είναι η επενδυτική στρατηγική κατά την οποία ο επενδυτής:

ακολουθεί πιστά τις κινήσεις ενός χαρτοφυλακίου αναφοράς ή

αγοράζει χρεόγραφα και η διακράτηση τους γίνεται είτε για απεριόριστο χρόνο είτε μέχρι την ημερομηνία λήξης τους (yield to maturity) οπότε αυτά δεν αποτιμώνται και κατά συνέπεια δεν υπόκεινται στον κίνδυνο μη πραγματοποιηθεισών ζημιών που παρουσιάζονται στα αποτελέσματα χρήσεως. Με τον τρόπο αυτό αναλαμβάνονται λιγότεροι κίνδυνοι αλλά και δεν αναμένονται μεγάλες αποδόσεις.

Διαχείριση Χαρτοφυλακίου (Portfolio management)

Διαχείριση χαρτοφυλακίου είναι η διαχείριση των στοιχείων Ενεργητικού και Παθητικού ενός επενδυτή.

Ανάλογα με το πόσο ενεργή είναι η συμμετοχή στην διαμόρφωση του χαρτοφυλακίου, αυτή χωρίζεται σε δύο κατηγορίες:

Ενεργητική Διαχείριση Χαρτοφυλακίου (Active portfolio management)

Ενεργητική διαχείριση χαρτοφυλακίου είναι η επενδυτική στρατηγική η οποία επιδιώκει την πραγματοποίηση κερδών πέραν της απόδοσης ενός επιτοκίου αναφοράς ή ενός χαρτοφυλακίου αναφοράς που χρησιμοποιείται ως σημείο σύγκρισης (benchmark portfolio).

 

Παράγωγα Χρηματοοικονομικά Προϊόντα (Derivatives)

Παράγωγα χρηματοοικονομικά προϊόντα είναι επενδυτικά χρηματοοικονομικά εργαλεία που βασίζουν την τιμή τους και προκύπτουν από άλλα βασικά προϊόντα.

Η αξία των παραγώγων δηλαδή προέρχεται από την αξία των υποκειμένων μέσων (underlying instruments) όπως τις συναλλαγματικές ισοτιμίες, τα επιτόκια, τις τιμές των χρεογράφων, των μετοχών, των εμπορευμάτων και των χρηματοοικονομικών δεικτών.

Σε αντίθεση με τις υποκείμενες αξίες, οι συμβάσεις των παράγωγων προϊόντων έχουν συνήθως περιορισμένη διάρκεια και πάντα συγκεκριμένες ημερομηνίες λήξης.

Η χρήση των παραγώγων στοχεύει:

στην αντιστάθμιση κινδύνου από τη μεταβλητότητα των τιμών ή των επιτοκίων.Αυτό εξασφαλίζεται με τη λήψη κατάλληλης θέσης σε παράγωγο προϊόν, η οποία δημιουργεί αντίθετα αποτελέσματα από αυτά της υποκείμενης αξίας, με αποτέλεσμα να μειώνεται ως και να εξαλείφεται ο κεφαλαιακός κίνδυνος για τον επενδυτή, ανεξάρτητα από το αν η αγορά κινηθεί ανοδικά ή πτωτικά. Έτσι, οι επενδυτές δεν είναι αναγκασμένοι να ρευστοποιήσουν το χαρτοφυλάκιό τους, αλλά μπορούν να διατηρήσουν τις θέσεις τους έχοντας εξασφαλίσει το κεφάλαιό τους και κλειδώσει τις αποδόσεις τους, ακόμη και σε περιόδους αβεβαιότητας για την πορεία της αγοράς.

σε οικονομικό κέρδος όπως στην περίπτωση που μπορεί ένας επενδυτής με την κατάλληλη στρατηγική να κερδίζει ακόμα και όταν η αγορά είναι καθοδική (μέσω short selling)

σε εξισορροπητική κερδοσκοπία (arbitrage) όταν το κέρδος προέρχεται από τη διαφορετικότητα των τιμών σε διαφορετικές αγορές

Οι βασικότερες κατηγορίες παράγωγων χρηματοοικονομικών προϊόντων είναι:

Προθεσμιακά συμβόλαια (forward based derivatives)

Τα προθεσμιακά συμβόλαια βασίζονται σε προθεσμιακές συμφωνίες και περιλαμβάνουν τα συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης (futures), συμβάσεις ανταλλαγής επιτοκίων (interest rate swaps), συναλλαγματικά προθεσμιακά συμβόλαια (foreign exchange forwards), equity forwards, προθεσμιακά συμβόλαια εμπορευμάτων (commodity forwards) κτλ.

Συμβόλαια Δικαιωμάτων Προαίρεσης (options based derivatives)

Τα συμβόλαια δικαιωμάτων προαίρεσης βασίζονται σε προαιρετική άσκηση ενός δικαιώματος αγοράς / δικαιώματος πώλησης και περιλαμβάνουν συμφωνίες προστασίας από την άνοδο επιτοκίων αναφοράς  (interest rate caps), δικαιώματα αγοράς / πώλησης συναλλάγματος (foreign exchange calls / puts) κτλ.

Πλεονεκτήματα παράγωγων προϊόντων

Τα παράγωγα προϊόντα χαρακτηρίζονται από μοναδικά πλεονεκτήματα:

προσφέρουν τη δυνατότητα πολλαπλάσιων αποδόσεων επί του επενδυμένου κεφαλαίου (μόχλευση), αφού ως περιθώριο ασφάλισης δεσμεύεται μόνο ένα ποσοστό της ονομαστικής αξίας της θέσης,

δίνουν τη δυνατότητα εκμετάλλευσης όλων των τάσεων του χρηματιστηρίου (ανοδικές, καθοδικές, ή στατικές τάσεις),

είναι απλά και ευέλικτα στη χρήση και έχουν χαμηλό κόστος συναλλαγών,

μπορεί να γίνει χρήση του υπάρχοντος χαρτοφυλακίου ως περιθώριο ασφάλισης,

η λήψη ή η αντιστάθμιση μιας θέσης μπορεί να κλείσει οποιαδήποτε στιγμή πριν τη λήξη του συμβολαίου, χάρη στη ρευστότητα που παρέχουν στην αγορά οι ειδικοί διαπραγματευτές (market makers),

δημιουργούν ευκαιρίες για σύνθετες στρατηγικές προσαρμοσμένες στις προσδοκίες και το επενδυτικό προφίλ του κάθε πελάτη

 

 

Παραστατικά Απόκτησης Μετοχών (Warrants)

Παραστατικά απόκτησης μετοχών είναι ουσιαστικά δικαίωματα αλλά όχι υποχρεώσεις του κατόχου τους, να αγοράσει μετοχές σε προκαθορισμένη τιμή και οποτεδήποτε θέλει μέχρι ένα προκαθορισμένο μελλοντικό χρονικό σημείο (λήξη).

Είναι δηλαδή παρόμοια με τα δικαιώματα αγοράς. Η βασική διαφορά τους είναι ότι τα δικαιώματα call εκδίδονται από ιδιώτες ενώ τα warrants εκδίδονται από εταιρείες, συνήθως σε συνδυασμό με ένα ομολογιακό δάνειο, για να κάνουν το δάνειο πιο ελκυστικό.

Όταν ένα warrant εξασκηθεί, η εταιρεία πρέπει να εκδώσει νέες μετοχές και σαν αποτέλεσμα θα αυξηθεί ο αριθμός των μετοχών σε κυκλοφορία της εταιρείας, κάτι που δεν ισχύει για με το δικαίωμα call.

Τα warrants διαπραγματεύονται συνήθως εξωχρηματιστηριακά (over the counter).

 

Περιθώριο Ασφάλισης (Margin)

Περιθώριο ασφάλισης (margin) είναι ένα ενέχυρο υπέρ της ΕΤΕΣΕΠ το οποίο μπορεί να ρευστοποιηθεί σε περίπτωση που ο επενδυτής δεν ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις που προκύπτουν από τον ημερήσιο διακανονισμό.

Ως περιθώριο ασφάλισης μπορούν να χρησιμοποιηθούν είτε μετρητά είτε μετοχές, ενώ υπάρχει επίσης η δυνατότητα να δεσμευτούν ομόλογα και ποσά σε καταθέσεις σε ξένο νόμισμα.

Οι επενδυτές που συμμετέχουν στην αγορά παραγώγων υποχρεούνται να διατηρούν λογαριασμό περιθωρίου ασφάλισης σε μία Τράπεζα Τήρησης Περιθωρίου Ασφάλισης (margin bank).

Τα μετρητά που χρησιμοποιούνται ως ενέχυρο δεσμεύονται στους λογαριασμούς περιθωρίου ασφάλισης, οι οποίοι είναι τοκοφόροι. Οι μετοχές δεσμεύονται ως περιθώριο ασφάλισης στους Λογαριασμούς Αξιών των επενδυτών στο Σύστημα Άυλων Τίτλων (ΣΑΤ) του Κεντρικού Αποθετηρίου Αξιών (ΚΑΑ).

Οι συνολικές ανοικτές θέσεις των επενδυτών σε παράγωγα προϊόντα της αγοράς αποτιμώνται από την ΕΤΕΣΕΠ σύμφωνα με τους κανόνες και τους συντελεστές που έχουν οριστεί και το ποσό που προκύπτει δεσμεύεται στο λογαριασμό περιθωρίου ασφάλισης.

 

Η διαδικασία υπολογισμού, δέσμευσης και αποδέσμευσης στο λογαριασμό περιθωρίου ασφάλισης επαναλαμβάνεται σε καθημερινή βάση, όσο ο επενδυτής διατηρεί ανοικτές θέσεις σε παράγωγα προϊόντα.

 

Όταν ο επενδυτής κλείσει την ανοικτή του θέση, σταματά η δέσμευση στο λογαριασμό περιθωρίου ασφάλισης. Επίσης, έχοντας τη δυνατότητα να δεσμεύσει υπάρχουσες μετοχές του ως περιθώριο ασφάλισης, ο επενδυτής μειώνει το απαιτούμενο κεφάλαιο για τη συμμετοχή του στην αγορά παραγώγων και απολαμβάνει μεγαλύτερη απόδοση στο χαρτοφυλάκιο του.

Παράδειγμα:

Έστω ότι ένας επενδυτής αγοράζει ένα ΣΜΕ επί της μετοχής Χ στην τιμή 20 ευρώ, η χρηματιστηριακή τιμή της υποκείμενης μετοχής είναι 19 ευρώ και ο συντελεστής περιθωρίου ασφάλισης 20%

Ενώ η αγορά 100 μετοχών Χ (μέγεθος συμβολαίου ΣΜΕ επί μετοχών) στο χρηματιστήριο απαιτεί την καταβολή 1.900 ευρώ, ο επενδυτής καλείται να παρέχει ως περιθώριο ασφάλισης ποσό μικρότερο των 400 ευρώ (100 μετοχές * 19 ευρώ * 20% = 380 ευρώ).

Το μέλος της ΕΤΕΣΕΠ που εκπροσωπεί τον επενδυτή στην εκκαθάριση των συναλλαγών έχει το δικαίωμα αν θελήσει, να ζητήσει υψηλότερο περιθώριο ασφάλισης από το συντελεστή που ορίζει η ΕΤΕΣΕΠ.

 

 

Ποσοτική Χαλάρωση (Quantitative easing (QE))

Ποσοτική χαλάρωση (QE) είναι μια νομισματική πολιτική στην οποία η κεντρική τράπεζα αγοράζει κρατικά χρεόγραφα ή περιουσιακά στοιχεία από τη δευτερογενή αγορά και τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα προκειμένου να τονωθεί η οικονομία σε περιόδους όπου η παραδοσιακή νομισματική πολιτική δεν φέρει τα προσδοκώμενα αποτελέσματα.

Η κεντρική τράπεζα αγοράζοντας χρεόγραφα προκαλεί άνοδο των τιμών τους και μείωση της απόδοσης (επιτοκίων) τους, ενώ ταυτόχρονα αυξάνεται η προσφορά χρήματος στην οικονομία.

Η πολιτική της ποσοτικής χαλάρωσης έχει σαν αποτέλεσμα να αυξηθούν τα διαθέσιμα κεφάλαια των εμπορικών τραπεζών, τα οποία θα επενδυθούν στην αγορά νέων χρηματοπιστωτικών προϊόντων, προκαλώντας αύξηση των επιπέδων δανεισμού και της ρευστότητας.

Προϋπόθεση των παραπάνω είναι:

οι εμπορικές τράπεζες να διαθέσουν τα πλεονάζοντα κεφάλαια στην αγορά αλλιώς η ποσοτική χαλάρωση κρίνεται αναποτελεσματική.   Η κεντρική τράπεζα να έχει τον έλεγχο του νομίσματος της χώρας, άρα για τις ΗΠΑ υπεύθυνη για την επιβολή Ποσοτικής Χαλάρωσης είναι η FED και για την Ευρωζώνη η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ).

Διαδικασία της Ποσοτικής Χαλάρωσης:

Η Κεντρική Τράπεζα μιας χώρας ή μιας νομισματικής ένωσης δημιουργεί χρήμα

Το νέο χρήμα χρησιμοποιείται για την αγορά χρεογράφων από τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα και την χρηματαγορά

Αυτή η κίνηση προκαλεί πτώση των επιτοκίων

Τα κεφάλαια των τραπεζών αυξάνονται από την πώληση των χρεογράφων στην Κεντρική Τράπεζα

Λόγω χαμηλών επιτοκίων (άρα χαμηλής απόδοσης εναλλακτικών επενδύσεων) και υψηλών αποθεματικών οι τράπεζες αυξάνουν την χορήγηση δανείων

Οι καταναλωτές και οι επιχειρήσεις εκμεταλλεύονται τα χαμηλά επιτόκια κι αυξάνουν το δανεισμό τους

Η αύξηση διαθέσιμου εισοδήματος των καταναλωτών αυξάνει την κίνηση της αγοράς και προκαλεί ανάπτυξη της οικονομίας

Στην παραδοσιακή νομισματική πολιτική, η κεντρική τράπεζα για να τονώσει την οικονομία αγοράζει βραχυπρόθεσμα κρατικά ομόλογα ώστε να μειώσει τα βραχυπρόθεσμα επιτόκια της αγοράς και τα διατραπεζικά επιτόκια, με τα οποία δανείζουν η μία τράπεζα στην άλλη (διατραπεζικές καταθέσεις). Ωστόσο, όταν τα επιτόκια πλησιάζουν το μηδέν η πολιτική αυτή δεν λειτουργεί κι έτσι οι νομισματικές αρχές χρησιμοποιούν την QE προκειμένου να τονώσουν την οικονομία.

Η μέθοδος της ποσοτικής χαλάρωσης βοηθάει στη διατήρηση του πληθωρισμού σε ανεκτά επίπεδα, αν και η υπερβολική προσφορά χρήματος από την αγορά των ρευστών περιουσιακών στοιχείων, μπορεί να προκαλέσει υπερπληθωρισμό μακροπρόθεσμα.

Για να αποφευχθεί η υπερβολική άνοδος, θα πρέπει η οικονομική ανάπτυξη να υπερκεράσει την αύξηση της προσφοράς χρήματος.

Συνέπεια της ποσοτικής χαλάρωσης στην ισοτιμία

Η αύξηση της προσφοράς χρήματος προκαλεί υποτίμηση του εγχώριου νομίσματος σε σχέση με των άλλων χωρών, δηλαδή μειώνεται η συναλλαγματική ισοτιμία.

Τα χαμηλότερα επιτόκια που επικρατούν στην αγορά οδηγούν σε εκροή κεφαλαίων από τη χώρα, μειώνοντας την εξωτερική ζήτηση για τα χρήματα της, με συνέπεια ένα πιο αδύναμο νόμισμα.

 

Αυτή η συνέπεια της πολιτικής της ποσοτικής χαλάρωσης ωφελεί άμεσα τους εξαγωγείς και τους οφειλέτες, εφόσον η πτώση των επιτοκίων, μειώνει ταυτόχρονα και τα χρέη. Αντίστοιχα βλάπτονται οι εισαγωγείς της χώρας, εφόσον τα εμπορεύματα από το εξωτερικό γίνονται ακριβότερα και οι πιστωτές που αναμένουν λιγότερα έσοδα από τόκους.

 

Πρωτογενές Έλλειμμα (Core deficit)

Πρωτογενές έλλειμμα είναι η διαφορά ανάμεσα στις τρέχουσες δαπάνες και τα τρέχοντα έσοδα (από φόρους κ.λπ.), μέσα σε μια συγκεκριμένη περίοδο.

Εναλλακτικά, το πρωτογενές έλλειμμα προκύπτει αν από το έλλειμμα του γενικού κρατικού προϋπολογισμού, αφαιρεθούν οι τόκοι και τα χρεολύσια των δανείων του Δημοσίου.

 

Πρωτογενής Αγορά (Primary market)

Πρωτογενής αγορά είναι αυτή στην οποία εισάγονται για πρώτη φορά οι μετοχές και τα ομόλογα, δηλαδή η αγορά στην οποία γίνονται οι εκδόσεις των νέων χρεογράφων.

Η αρχική πώληση των χρεογράφων γίνεται από οργανισμούς που αντιπροσωπεύουν τους εκδότες (π.χ. επενδυτικές τράπεζες) και τα κεφάλαια που συγκεντρώνονται πηγαίνουν στην εταιρεία που εκδίδει τα νέα χρεόγραφα.

Πλεονεκτήματα πρωτογενούς αγοράς

Τα βασικά πλεονεκτήματα και η συνεισφορά μίας πρωτογενούς αγοράς που λειτουργεί ορθολογικά και αποτελεσματικά για την οικονομία μίας χώρας είναι ότι:

αυξάνει τον συνολικό πλούτο και βιοτικό επίπεδο μίας κοινωνίας

αυξάνει την καταναλωτική και επενδυτική ευελιξία

βοηθά στην αύξηση του βιοτικού επιπέδου επιτρέποντας στους πολίτες μίας κοινωνίας να καταναλώνουν περισσότερα προϊόντα στο παρόν από ότι τους επιτρέπουν τα εισοδήματα τους (δανεισμός).

Παράδειγμα:

Μία επιχείρηση έχει μία καινούρια ή/και πρωτοποριακή ιδέα για ένα νέο προϊόν (ή θέλει να επεκτείνει τις υπάρχουσες δραστηριότητες της) αλλά δεν έχει τα απαραίτητα κεφάλαια, τα οποία μπορεί να βρει μέσω των κεφαλαιαγορών.

Ένα ακραίο παράδειγμα είναι η δημιουργία επιχειρηματικών κολοσσών όπως η Microsoft, τα προϊόντα της οποίας συνεισέφεραν τα μέγιστα σε διάφορους τομείς της παραγωγικής δραστηριότητας, η οποία θα ήταν αδύνατη χωρίς μία καλά οργανωμένη κεφαλαιαγορά.

Επίσης, χωρίς τις πρωτογενείς αγορές, ένας καταναλωτής θα έπρεπε να περιμένει να συγκεντρώσει το απαραίτητο ποσό πριν αγοράσει ένα αγαθό όπως αυτοκίνητο ή σπίτι. Με τις οργανωμένες κεφαλαιαγορές έχει τη δυνατότητα να δανειστεί (π.χ. στεγαστικό δάνειο).

Από επενδυτικής σκοπιάς, η πρωτογενής αγορά επιτρέπει στους αποταμιευτές ευελιξία και επιλογή στη διαχείριση και συγκέντρωση των κεφαλαίων τους.

 

Πτωτική Αγορά (αγορά-αρκούδα) (Bear market)

Πτωτική αγορά (bear market) είναι μια αγορά στην οποία οι τιμές όλων ή ορισμένων ομάδων χρεογράφων ή άλλων επενδυτικών εργαλείων πέφτουν ή αναμένεται ότι θα πέσουν και η κατάσταση αυτή συνοδεύεται από έντονη απαισιοδοξία για το μέλλον της αγοράς.

Το φαινόμενο αυτό συνήθως απαντάται σε χρονικές περιόδους όπου:

η οικονομία βρίσκεται σε ύφεση

η ανεργία είναι υψηλή

ο πληθωρισμός αυξάνεται ταχέως

υφίστανται μεγάλες μειώσεις οι αξίες των μετοχών

παρουσιάζουν πτώση τα χρηματιστήρια

Οι επενδυτές που παρουσιάζουν παρόμοια συμπεριφορά είναι γνωστοί ως επενδυτές-αρκούδα (bear).

 

Χρεοκοπία / Πτώχευση (Bankruptcy)

Χρεοκοπία είναι η αδυναμία ενός προσώπου (φυσικό ή νομικό) να αποπληρώσει τα χρέη του.

Κατά τη νομική διαδικασία της χρεοκοπίας όλα τα περιουσιακά στοιχεία του οφειλέτη μετρώνται, αξιολογούνται και ρευστοποιούνται ώστε να χρησιμοποιηθούν για την αποπληρωμή μέρους των χρεών του.

Με την ολοκλήρωση της διαδικασίας της χρεοκοπίας ο οφειλέτης απαλλάσσεται πλήρως από τα χρέη του.

Η χρεοκοπία μπορεί να είναι:

εκούσια, αν ζητηθεί από ένα αφερέγγυο οφειλέτη ή

δικαστική, αν γίνει απαιτητή στο δικαστήριο από τους πιστωτές

Στόχοι χρεοκοπίας

Οι κύριοι στόχοι της χρεοκοπίας είναι:

Διευθέτηση τον νομικών απαιτήσεων των πιστωτών μέσω μιας δίκαιης κατανομής των περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη.    Παροχή δυνατότητας στον οφειλέτη μιας νέας αρχής με τη διαγραφή παρελθόντων χρεών που δεν μπορούν πλέον να αποπληρωθούν.

Ρευστοποίηση / Εκκαθάριση (Liquidation)

Ρευστοποίηση είναι η εκποίηση των στοιχείων του Ενεργητικού μιας επιχείρησης, σε περίπτωση πτώχευσης, προκειμένου να τα μετατρέψει σε μετρητά και να πληρώσει τους πιστωτές της.

Κατά την ρευστοποίηση, οι μέτοχοι παραδίδουν όλες τις μετοχές τους στην εταιρεία και λαμβάνουν, μετά την εξόφληση των πιστωτών της εταιρίας, το μερίδιο που τους αναλογεί από τα εναπομένοντα περιουσιακά στοιχεία και τα συσσωρευμένα κέρδη, με τις προνομιούχες μετοχές να έχουν προτεραιότητα έναντι των κοινών μετόχων.

Η ρευστοποίηση μπορεί να είναι:

εκούσια, αν ζητηθεί από τους μετόχους ή

δικαστική, αν γίνει απαιτητή στο δικαστήριο από τους πιστωτές

Εναλλακτικά ρευστοποίηση ονομάζεται και η μετατροπή χρεογράφων, όπως τα ομόλογα, σε μετρητά.

 

Ρευστότητα (Liquidity)

Ρευστότητα είναι η ευκολία με την οποία ένα χρηματοοικονομικό προϊόν ή ένα περιουσιακό στοιχείο μπορεί να πωληθεί και να μετατραπεί σε μετρητά.

Η ρευστότητα επηρεάζεται άμεσα από την προσφορά και τη ζήτηση που υπάρχει για το συγκεκριμένο προϊόν ή περιουσιακό στοιχείο και επίσης έμμεσα από άλλους παράγοντες όπως οι πιθανές διαταραχές στην αγορά.

Ρευστότητα είναι, με άλλα λόγια, η ικανότητα ταχείας μεταπώλησης ενός περιουσιακού στοιχείου του Ενεργητικού χωρίς να υπάρξει μεγάλη μεταβολή στην τιμή του και με ελάχιστη απώλεια της αξίας του. Το χρήμα αποτελεί το πιο ρευστό στοιχείο του Eνεργητικού γιατί μπορεί να χρησιμοποιείται άμεσα για όλες τις συναλλαγές μιας επιχείρησης.

Στη Λογιστική, ρευστότητα είναι η ικανότητα του κυκλοφορούντος Ενεργητικού να καλύψει τις τρέχουσες Υποχρεώσεις όταν αυτές γίνονται απαιτητές. Ο βαθμός ρευστότητας ενός στοιχείου του Ενεργητικού είναι το χρονικό διάστημα που αναμένεται να παρέλθει μέχρις ότου οι Απαιτήσεις μετατραπούν σε μετρητά.

Μία εταιρία που διαθέτει υψηλή ρευστότητα, έχει μικρότερο κίνδυνο ρευστότητας, κίνδυνο δηλαδή να βρεθεί σε δυσκολία εκπλήρωσης των χρεών της, από μία εταιρία που δεν έχει αυτή τη δυνατότητα.

Επιπλέον μια τέτοια εταιρία έχει γενικά περισσότερη οικονομική ευελιξία για να αναλάβει νέες επενδυτικές ευκαιρίες.

Μια συχνή φράση που χρησιμοποιείται είναι ότι “σταμάτησαν να δανείζουν οι τράπεζες δημιουργώντας προβλήματα ρευστότητας στις μικρότερες επιχειρήσεις” .

Διαχείριση της Ρευστότητας (liquidity management)

Η σωστή διαχείριση της ρευστότητας μπορεί να αποτελέσει ισχυρό ανταγωνιστικό πλεονέκτημα για μια τράπεζα ή ένα χρηματοπιστωτικό οργανισμό στην κεφαλαιαγορά.

Ένας αποτελεσματικός χρηματοπιστωτικός οργανισμός έχει την οικονομική δυνατότητα να αυξήσει τα μετρητά στο ποσό που είναι αναγκαίο για να πραγματοποιήσει τις αναγκαίες πληρωμές και να καλύψει τις άμεσες υποχρεώσεις του, σε λογικό κόστος.

Ανάμεσα στους χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς που δέχονται καταθέσεις, οι δύο πιο συνήθεις ανάγκες για μετρητά παρουσιάζονται όταν:

οι καταθέτες αποσύρουν τα κεφάλαιά τους και

τα αιτήματα για δάνεια αυξάνονται.

Τότε, η ανάγκη αυτή για ρευστότητα ικανοποιείται είτε με την πώληση στοιχείων του Ενεργητικού (αποθηκευμένη ρευστότητα), είτε με το δανεισμό στη χρηματαγορά (αγορασμένη ρευστότητα), είτε με συνδυασμό αυτών των δυο.

Μέθοδοι εκτίμησης Ρευστότητας

Οι άνθρωποι της αγοράς, στα πλαίσια του ελεύθερου ανταγωνισμού, έχουν αναπτύξει διάφορες μεθόδους για να υπολογίσουν την απαιτούμενη ρευστότητα του εκάστοτε χρηματοπιστωτικού ιδρύματος:

Η μέθοδος των πηγών και των χρήσεων των κεφαλαίων

 

Με αυτήν, οι συνολικές πηγές και οι χρήσεις των κεφαλαίων προβάλλονται σε ένα επιθυμητό ορίζοντα προγραμματισμού, και τα ελλείματα και τα πλεονάσματα ρευστότητας υπολογίζονται από την διαφορά μεταξύ των πηγών και των χρήσεων κεφαλαίων.

Η μέθοδος της διάρθρωσης των κεφαλαίων

Η μέθοδος αυτή απαιτεί από κάθε χρηματοοικονομική εταιρεία να ταξινομήσει τις χρήσεις και τις πηγές κεφαλαίων της σύμφωνα με την πιθανότητα της αύξησης ή μείωσης τους.

Αυτή η πιθανότητα οφείλεται ιδιαίτερα στις αλλαγές των επιτοκίων της αγοράς (επιτόκιο αναφοράς). Ο προσδιορισμός των πιθανοτήτων αύξησης και μείωσης θα δώσει μία ποσοτική εκτίμηση των μελλοντικών αναγκών ρευστότητας .

Η προσέγγιση εκτίμησης της ρευστότητας

Αυτή εστιάζει στους χρηματοοικονομικούς δείκτες ρευστότητας, οι οποίοι βοηθούν στον υπολογισμό της θέσης της ρευστότητας των τραπεζών ή άλλων χρηματοοικονομικών εταιριών και στις δύο πλευρές του Ισολογισμού τους. Ο αρμόδιος για την ρευστότητα ψάχνει για στοιχεία που πρόκειται να επηρεάσουν δυσμενώς τη ρευστότητα του ιδρύματος (δείκτης μεταβλητότητας/φόβου).

Σήμερα οι τράπεζες και οι ανταγωνιστές τους μπορούν να βασιστούν σε πολλές πηγές ρευστοποιήσιμων στοιχείων του Ενεργητικού καθώς και στη διαθέσιμη δανειακή ρευστότητα.

Οι βασικές πηγές ρευστότητας από την πλευρά του Ενεργητικού περιλαμβάνουν κεφάλαια που διακρατούνται από τους οργανισμούς που δέχονται καταθέσεις και πωλήσεις κυβερνητικών και άλλων ιδιαίτερα ρευστοποιήσιμων εργαλείων της χρηματαγοράς (κρατικά ή εμπορικά ομόλογα κι άλλα ρευστοποιήσιμα χρεόγραφα), η έκδοση πιστοποιητικών καταθέσεων και ο δανεισμός καταθέσεων ευρωνομισμάτων.

Σημαντικός για τη διαχείριση ρευστότητας είναι ο υπεύθυνος για τα υποχρεωτικά διαθέσιμα μιας τράπεζας. Αυτά τα υποχρεωτικά διαθέσιμα περιλαμβάνουν τα μετρητά που διακρατούνται στα θησαυροφυλάκια των οργανισμών που δέχονται καταθέσεις και ένα λογαριασμό καταθέσεων που τηρείται στην κεντρική τράπεζα.

Αυτά πρέπει να ελέγχονται τακτικά, ώστε να διατηρείται ένα επιθυμητό επίπεδο υποχρεωτικών διαθεσίμων για κάθε περίοδο που χρειάζεται συντήρηση του αποθεματικού. Η αποτυχία διατήρησης επαρκών υποχρεωτικών διαθεσίμων επιφέρει μεγαλύτερη επιτήρηση και επιβολή ποινών από τις ρυθμιστικές αρχές.

Οι υπεύθυνοι ρευστότητας και οι διαχειριστές των χρημάτων επιλέγουν τις πηγές ρευστότητας τους βασιζόμενοι σε διάφορους κρίσιμους παράγοντες, στους οποίους συμπεριλαμβάνονται:

Η αμεσότητα της ανάγκης για ρευστότητα

Η διάρκεια της ανάγκης για ρευστότητα

Η πρόσβαση στην αγορά

Το σχετικό κόστος και οι κίνδυνοι

Η προοπτική εξέλιξης των επιτοκίων της αγοράς

Η προοπτική της νομισματικής πολιτικής και του δανεισμού της κυβέρνησης

Η ικανότητα αντιστάθμισης

Οι κυβερνητικοί κανονισμοί

 

Ρήτρα Ομολόγου (Bond covenant)

Ρήτρα ομολόγου είναι ένας συμβατικός όρος σε ένα συμβόλαιο ομολόγων.

Ένας αρνητικός όρος περιορίζει ορισμένες ενέργειες ενώ ένας θετικός τις απαιτεί.

 

Ρόλος του Ατομικού Συμφέροντος (Role of individual interest)

Ατομικό συμφέρον είναι, σύμφωνα με ορισμένους οικονομολόγους, ο κύριος κύριος μοχλός λειτουργίας των αγορών.

Όλοι οι φορείς της οικονομικής δραστηριότητας, καταναλωτές, παραγωγοί, εργαζόμενοι, επενδυτές, ιδιοκτήτες γης και ακινήτων και άλλοι, επιδιώκουν να ικανοποιήσουν όσο γίνεται καλύτερα το ατομικό τους συμφέρον.

Σύμφωνα με τον Adam Smith, αυτό δε δημιουργεί προβλήματα για τη μεγιστοποίηση της κοινωνικής ευημερίας. Αντίθετα συμβάλλει σε αυτήν διότι δίνει προσανατολισμό και συνέπεια στην οικονομία, η οποία, διαφορετικά, λειτουργώντας χωρίς την άσκηση πίεσης και χωρίς κεντρική κατεύθυνση από κάποιο όργανο, θα κατέληγε σε χάος.

Στην πράξη, σε ορισμένες περιπτώσεις οι φορείς οικονομικής δραστηριότητας ενδέχεται να αυτοπεριορίζουν την επιδίωξη του ατομικού τους συμφέροντος είτε από αλτρουισμό είτε για χάρη άλλων ευρύτερων κοινωνικών στόχων (π.χ. προστασία φυσικού περιβάλλοντος).

Συμβόλαιο Μελλοντικής Εκπλήρωσης (Futures contract)

Συμβόλαιο μελλοντικής εκπλήρωσης (ΣΜΕ) είναι ένα προθεσμιακό συμβόλαιο, δηλαδή μία δεσμευτική συμφωνία και υποχρέωση για αγοραπωλησία ενός περιουσιακού στοιχείου, μεταξύ ενός αγοραστή και ενός πωλητή, σε προκαθορισμένη μελλοντική χρονική στιγμή (maturity) και σε προκαθορισμένη τιμή (delivery price).

Παράδειγμα:

Ενδεικτικά, μεταξύ των περιουσιακών στοιχείων μπορεί να συμπεριλαμβάνονται τιμές συναλλάγματος, επιτόκια, ομόλογα, χρηματιστηριακοί δείκτες (LIBOR, FTSE) κτλ.

Πιο συγκεκριμένα, ο επενδυτής που αγοράζει ένα ΣΜΕ σε δείκτη αναλαμβάνει την υποχρέωση να αγοράσει το δείκτη την ημέρα λήξης του συμβολαίου στην προκαθορισμένη τιμή (τιμή πράξης) καθώς αναμένει άνοδο της τιμής του μελλοντικά.

Αντίθετα, ο πωλητής ενός ΣΜΕ αναλαμβάνει την υποχρέωση να πουλήσει το δείκτη την ημέρα λήξης στη συμφωνημένη τιμή, κάτι που συνεπάγεται ότι ο πωλητής προσδοκά πτώση του δείκτη.

Στην πράξη, ο επενδυτής σε ΣΜΕ δε χρειάζεται να περιμένει μέχρι την ημέρα λήξης για να λάβει το αποτέλεσμα (κέρδος ή ζημία) καθώς κάθε ημέρα εισπράττει το κέρδος ή πληρώνει τη ζημία του, ανάλογα με την κίνηση της τιμής του ΣΜΕ σε σύγκριση με την προηγούμενη ημέρα.

Αγοραστές και πωλητές μπορούν να κλείσουν τη θέση τους οποιαδήποτε στιγμή πριν τη λήξη του συμβολαίου κάνοντας την αντίστροφη κίνηση. Αν μία θέση παραμείνει ανοικτή μέχρι και την ημέρα λήξης, την επόμενη ημέρα θα γίνει για τελευταία φορά ο διακανονισμός του κέρδους ή της ζημίας και μετά η θέση θα πάψει να υφίσταται.

Ο επενδυτής του συμβολαίου μελλοντικής εκπλήρωσης, είτε ως αγοραστής είτε ως πωλητής, δεν καταβάλλει ή εισπράττει την αξία του ΣΜΕ κατά την πράξη αγοράς ή πώλησης του, αλλά υποχρεούται μόνο να παρέχει ενέχυρο, το περιθώριο ασφάλισης (margin).

Το περιθώριο ασφάλισης δεν αντιπροσωπεύει προκαταβολή της αξίας, αλλά ασφάλεια υπέρ της ΕΤΕΣΕΠ σε περίπτωση που ο επενδυτής δεν μπορέσει να πληρώσει τυχόν ζημία στο μέλλον.

 

Συνεπώς, το περιθώριο ασφάλισης αποδεσμεύεται όταν ο επενδυτής κλείσει την ανοικτή θέση.

Πλεονεκτήματα ΣΜΕ (futures)

Τα Futures είναι ευέλικτα παράγωγα μέσα (derivatives) που αποσκοπούν στην προστασία του επενδυτή από τη μεταβλητότητα των τιμών (hedging), την απόληψη ενός λογικού κέρδους (profit taken) με την αγορά ενός future όταν προβλέπεται αύξηση της τιμής του στο μέλλον ή με την πώληση αυτού όταν αναμένεται μία μείωση της τιμής του στο μέλλον και την κερδοσκοπία (speculation) οπότε λειτουργεί σαν χρηματικό στοίχημα πάνω στην εξέλιξη των τιμών ή των επιτοκίων.

Με τα futures, επίσης, επιτυγχάνεται η βελτίωση της ρευστότητας ενός χαρτοφυλακίου, μικρότερο κόστος συναλλαγών και ο εκμηδενισμός του πιστωτικού κινδύνου.

Παράδειγμα:

Έστω ότι ένας πωλητής αναμένει πτώση των τιμών των μετοχών και πωλεί ένα ΣΜΕ στη σημερινή τιμή του δείκτη που είναι 6.500 μονάδες. Στην περίπτωση που ο δείκτης μειωθεί στις 5.500 μονάδες ως τη συμφωνημένη ημερομηνία λήξης θα κερδίσει 6.500-5.500 = 1.000 μονάδες και εάν η κάθε μονάδα του δείκτη κοστίζει 5 ευρώ κερδίζει 1.000 * 5 = 5.000 ευρώ.

Εάν οι προσδοκίες του δεν επαληθευθούν και ο δείκτης διαμορφωθεί στις 7.000 μονάδες τότε θα χάσει 500 μονάδες ή 2.500 ευρώ που θα τις κερδίσει ο αντισυμβαλλόμενος αγοραστής.

Είδη Συμβολαίων Δικαιωμάτων Προαίρεσης

Συμβόλαια Μελλοντικής Εκπλήρωσης με υποκείμενη αξία Ομολογία (Bond future) είναι ΣΜΕ με υποκείμενο περιουσιακό στοιχείο ένα ομόλογο.

Συμβόλαια Μελλοντικής Εκπλήρωσης με υποκείμενη αξία νόμισμα (Currency future) είναι ένα μεταβιβάσιμο συμβόλαιο μελλοντικής εκπλήρωσης που καθορίζει την τιμή στην οποία μία συγκεκριμένη ποσότητα νομίσματος θα αγορασθεί ή θα πωληθεί σε μία συγκεκριμένη ημερομηνία στο μέλλον. Επιτρέπει στον επενδυτή να καλυφθεί έναντι του συναλλαγματικού κινδύνου. Επειδή το συμβόλαιο αυτό αποτιμάται καθημερινά με την τιμή της αγοράς, ο επενδυτής μπορεί με το κλείσιμο της ανοικτής του θέσης να απαλλαγεί πριν από την ημέρα παράδοσης από την υποχρέωσή του να αγοράσει ή να πωλήσει το νόμισμα.

Συμβόλαια Μελλοντικής Εκπλήρωσης με υποκείμενη αξία επιτόκιο (Interest Rate Future) είναι ένα ΣΜΕ με υποκείμενο περιουσιακό στοιχείο ένα επιτόκιο της αγοράς χρήματος ή ένα ομόλογο.

Money market future είναι ένα future με υποκείμενο περιουσιακό στοιχείο ένα επιτόκιο της αγοράς χρήματος.

Διαφορές forwards – futures

Τα συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης (ΣΜΕ) είναι σε πολύ μεγάλο βαθμό τυποποιημένα συμβόλαια (standardized) και διαπραγματεύονται σε οργανωμένα χρηματιστήρια και αγορές ενώ τα προθεσμιακά συμβόλαια (forwards) διαπραγματεύονται εκτός χρηματιστηρίου (over the counter, OTC).

Δηλαδή ορίζουν επακριβώς πότε θα γίνει η παράδοση (ακριβής μέρα και ώρα) που θα γίνει η παράδοση (ακριβής τόπος) και τι θα παραδοθεί.

Επίσης, τα ΣΜΕ:

είναι διαθέσιμα για έναν πολύ μεγάλο αριθμό υποκειμένων προϊόντων (underlying products)

το χρηματιστήριο παρέχει ασφάλεια στις συναλλαγές και

δεν απαιτούν φυσική παράδοση του προϊόντος γιατί μπορεί να γίνει κλείσιμο της ανοικτής θέσης με άνοιγμα μίας αντίθετης. Το συνολικό κέρδος ή ζημία του επενδυτή αντανακλά την αλλαγή στην τιμή του future μεταξύ της ημέρας της αγοράς και της ημέρας πώλησης.

Παράδειγμα:

Αν έχει κάποιος ανοικτή μία θέση πώλησης (short) στον Δείκτη FTSE/ASE-20 με παράδοση τον Μάρτιο, μπορεί να κλείσει τη θέση παίρνοντας μία θέση αγοράς (long) στο ίδιο συμβόλαιο.

Αυτή η διαδικασία καθιστά εφικτή την πραγματοποίηση κερδών ή ζημιών, πριν την ημερομηνία λήξης του συμβολαίου.

Τα συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης (ΣΜΕ) υπόκεινται σε ημερήσιο διακανονισμό, δηλαδή καθημερινή χρέωση και πίστωση των κερδών και των ζημιών ώστε να υπολογιστεί το περιθώριο ασφάλισης.

 

Σταθερή Συναλλαγματική Ισοτιμία (Fixed rate system)

Στο σύστημα σταθερής συναλλαγματικής ισοτιμίας (fixed rate system) οι κυβερνήσεις επεμβαίνουν ενεργητικά στην αγορά κάθε φορά που η ισοτιμία αποκλίνει από ένα εύρος τιμών το οποίο θεωρείται αποδεκτό.

Οι χώρες που συμμετέχουν σε ένα τέτοιο σύστημα συγχρονίζουν την νομισματική πολιτική τους έτσι ώστε να έχουν παρόμοιο ρυθμό πληθωρισμού.

Ένα παράδειγμα τέτοιου συστήματος είναι το σύστημα Bretton Woods.

Γενικά υπάρχουν τέσσερα διαφορετικά συστήματα καθορισμού της συναλλαγματικής ισοτιμίας.

 

Σταθερών συναλλαγματικών ισοτιμιών

Ζώνες διακύμανσης συναλλαγματικών ισοτιμιών

Διαχείρισης συναλλαγματικών ισοτιμιών

Ελεύθερα κυμαινόμενων συναλλαγματικών ισοτιμιών

 

Σταθερό Επιτόκιο (Fixed interest rate)

Σταθερό επιτόκιο είναι το επιτόκιο, σε μια επένδυση, ένα δάνειο ή ένα χρεόγραφο, το οποίο δεν μπορεί να μεταβληθεί μονομερώς αλλά μόνο μετά από συμφωνία όλων των αντισυμβαλλόμενων μερών.

 

Συγκαλυμμένη Εισαγωγή στο Χρηματιστήριο (Backdoor listing)

Backdoor listing είναι μια συγκαλυμμένη εισαγωγή (από την πίσω πόρτα) στο Χρηματιστήριο, μιας εταιρείας που δεν συγκεντρώνει τις απαραίτητες προϋποθέσεις.

Για να το πετύχει αυτό, η συγκεκριμένη εταιρεία εξαγοράζει μια άλλη ήδη εισηγμένη στο Χρηματιστήριο, συγχωνεύεται μαζί της και χρησιμοποιεί πλέον το νέο πρόσωπό της με την επωνυμία της άλλης.

 

Συγχώνευση Μετοχών (Reverse stock split)

Συγχώνευση μετοχών (reverse stock split) είναι η εταιρική πράξη κατά την οποία μειώνονται οι υπάρχουσες μετοχές μιας επιχείρησης και αυξάνεται η τιμή τους αναλογικά ώστε να μην αλλάξει η συνολική αξία των μετοχών που έχει στα χέρια του κάθε μέτοχος.

Παράδειγμα:

Στο δύο προς ένα reverse split, ένας επενδυτής που κατείχε 200 μετοχές με τιμή 50€/μετοχή πριν το reverse split, θα κατέχει 100 μετοχές με τιμή 1.000€/μετοχή μετά το reverse split.

Δηλαδή ο επενδυτής έχει στην κατοχή του τις μισές μετοχές, αλλά κάθε μία από αυτές έχει τη διπλάσια αξία.

Στο δέκα προς ένα reverse split ο επενδυτής θα καταλήξει να έχει μία μετοχή για κάθε δέκα που κατείχε πριν το split.

Συνήθως είναι κακό σημάδι αν μια εταιρία αναγκαστεί να προχωρήσει σε reverse stock split, γιατί φαίνεται ότι προσπαθεί να προσδώσει αξία στις μετοχές της και να τις κάνει πιο ελκυστικές όταν στην πραγματικότητα δεν έχει αλλάξει τίποτα.

Η μείωση του αριθμού των συνολικών μετοχών έχει ως αποτέλεσμα την αύξηση της τιμής των κερδών ανά μετοχή επειδή η συνολική αξία των μετοχών παραμένει αμετάβλητη.

Μία εταιρία μπορεί να αναγκαστεί να προχωρήσει σε reverse split για πολλούς λόγους:

Όταν η τιμή της μετοχής της διαπραγματεύεται σε πολύ χαμηλά επίπεδα, ιδιαίτερα εφόσον μερικοί θεσμικοί επενδυτές και αμοιβαία κεφάλαια (mutual fund) έχουν κανονισμούς που τους απαγορεύουν να κατέχουν μετοχές κάτω από μια συγκεκριμένη χρηματιστηριακή τιμή

Η τιμή της μετοχής κινείται πτωτικά και δεν θέλει να φανεί

Ως μια τελευταία απόπειρα να αποφύγει την διαγραφή της από ορισμένους χρηματιστηριακούς δείκτες που απαιτούν μία ελάχιστη τιμή εισόδου

Για να απωθήσει τους μικροεπενδυτές

Για να φύγει από την προσοχή των αναλυτών και των κανονισμών. Σε περίπτωση που ένα reverse stock split μειώσει τους μετόχους μιας εταιρίας σε κάτω από 300, αυτομάτως δεν είναι υποχρεωμένη να συμφωνεί με τους κανονισμούς της SEC.

Reverse stock split και Options

Τα options αντιμετωπίζονται παρόμοια με τις μετοχές. Ένας επενδυτής λαμβάνει λιγότερα συμβόλαια αλλά σε υψηλότερη τιμή εξάσκησης.

Παράδειγμα:

Αν ένας επενδυτής κατέχει δύο call options αξίας 10€ για μία μετοχή αξίας 30€ και η εταιρία προχωρήσει σε split ένα προς δύο, τότε θα κατέχει ένα call option αξίας 10€ με τιμή μετοχής 30€.

Το ανάποδο του reverse stock split είναι το stock split, δηλαδή η διάσπαση μετοχών.

 

Συμφωνίες Επαναγοράς (Repos / Reverse repos)

Συμφωνίες επαναγοράς είναι συμφωνίες μεταξύ ενός δανειστή και ενός οφειλέτη να πουλήσουν και μετά να επαναγοράσουν κάποιο χρεόγραφο μικρού κινδύνου, συνήθως έντοκα  γραμμάτια Δημοσίου.

Ένας οφειλέτης (πχ. ένας χρηματοπιστωτικός οργανισμός) εκδίδει ένα repo κάνοντας συμφωνία να πουλήσει χρεόγραφα σε έναν δανειστή σε μία συγκεκριμένη τιμή και ταυτόχρονα συμφωνεί να τα επαναγοράσει σε μία μελλοντική στιγμή και σε μία συγκεκριμένη τιμή. Η διαφορά μεταξύ των δύο τιμών είναι η απόδοση του δανειστή.

 

Με άλλα λόγια, το ένα από τα συμβαλλόμενα μέρη δανείζεται χρήματα για να καλύψει τις ανάγκες ρευστότητας του, χρησιμοποιώντας ως ενέχυρο ένα χρεόγραφο γνωστής αξίας από το χαρτοφυλάκιό του.

Η συμφωνία μπορεί και να ειδωθεί σαν ένα βραχυπρόθεσμο δάνειο με ενέχυρο κάποια χρεόγραφα ή ως μία κατάθεση προθεσμίας.

Η διάρκεια ενός repo είναι συνήθως πολύ μικρή (από μία νύχτα (overnight) έως λίγες εβδομάδες), αν και υπάρχουν και repos μεγαλύτερης διάρκειας. Τα repos δεν είναι συνήθως διαπραγματεύσιμα στην δευτερογενή αγορά.

Reverse Repos

Ως reverse repos αναφέρονται οι συμφωνίες για τις οποίες την πρωτοβουλία αναλαμβάνει ο δανειστής και όχι ο οφειλέτης.

Παράδειγμα:

Η συμφωνία πώλησης τίτλων σταθερού εισοδήματος από τις επιχειρήσεις σε τράπεζες με την υποχρέωση επαναγοράς τους από αυτές σε συγκεκριμένη τιμή και μετά από την πάροδο συγκεκριμένης χρονικής περιόδου.

Τα βασικά πλεονεκτήματα των repos είναι ότι προσφέρουν:

Δυνατότητα σχετικά υψηλών αποδόσεων

Δυνατότητα επιλογής της διάρκειας του χρονικού διαστήματος της επένδυσης

Υψηλό βαθμό ασφάλειας

Βελτίωση της ρευστότητας και αξιοποίηση των γραμματίων των τραπεζών

Ενίσχυση της διακίνησης των εντόκων γραμματίων και ομολόγων του ελληνικού Δημοσίου, πράγμα που διευκολύνει τη χρηματοδότηση του

Εξασφάλιση σε περίπτωση απώλειας ή κλοπής

 

Συστημικός / Μη Διαφοροποιήσιμος Κίνδυνος (Systemic risk / Non-diversifiable risk)

Συστημικός κίνδυνος είναι ο αναπότρεπτος κίνδυνος ο οποίος μπορεί να επηρεάσει τις αξίες ενός μεγάλου εύρους χρεογράφων, χαρτοφυλακίων και επενδύσεων, ενώ η εμβέλεια του μπορεί να καλύπτει μια συγκεκριμένη αγορά, μια χώρα ή ένα ολόκληρο οικονομικό σύστημα.

Τα επιτόκια, οι υφέσεις στην οικονομία και οι πόλεμοι αντιπροσωπεύουν παράγοντες συστημικού κινδύνου επειδή επηρεάζουν ολόκληρη την αγορά και δεν μπορούν να αποφευχθούν μέσω διαφοροποίησης χαρτοφυλακίου.

Ο συστημικός κίνδυνος, σε αντίθεση με τον μη συστημικό, μπορεί να μετριαστεί μόνο μέσω της αντιστάθμισης κινδύνου (hedging) και είναι έμφυτος στην αγορά.

Είναι επίσης γνωστός ως “μη διαφοροποιήσιμος κίνδυνος” (non diversifiable risk) ή “κίνδυνος αγοράς” (market risk).

Είδη Κινδύνου

Οι εταιρείες και οι επενδυτές αντιμετωπίζουν διάφορα άλλα είδη κινδύνου ως αποτέλεσμα των δραστηριοτήτων τους.

 

Σωρευτικές Μετοχές (Accumulating shares)

Σωρευτικές μετοχές είναι μετοχές στις οποίες αντί να δοθεί μέρισμα στους κατόχους κοινών μετοχών μιας εταιρείας, διανέμονται μετοχές.

 

Σωρευτική Μετοχή (Accumulative / Cumulative stock)

Σωρευτική μετοχή είναι μια προνομιούχα μετοχή της οποίας το μέρισμα δεν καταβάλλεται στους μετόχους αλλά συσσωρεύεται.

 

Σωρευτικό Μέρισμα (Cumulative dividend)

Σωρευτικό μέρισμα είναι το μέρισμα που μοιράζει μία εταιρία στους προνομιούχους μετόχους, σε επόμενες οικονομικές περιόδους, αν την τρέχουσα δεν είναι δυνατόν να τους πληρώσει.

Αν μία εταιρία δεν καταφέρει να πληρώσει μέρισμα στους προνομιούχους μετόχους, τα μερίσματα αυτά συσσωρεύονται και στο μέλλον οφείλει να αποπληρώσει πρώτα αυτούς πριν αποδώσει μέρισμα σε οποιονδήποτε κοινό μέτοχο.

Σε αντίθεση με τις κοινές μετοχές όπου η εταιρία έχει το δικαίωμα να μην αποδώσει μέρισμα, τα μερίσματα των προνομιούχων μετοχών αποτελούν υποχρέωση της, ανεξαρτήτως αν η εταιρία έχει κέρδη ή όχι.

 

Σωρευτικό Ομόλογο (Accumulation bond)

Σωρευτικό ομόλογο είναι μια ομολογία η οποία διατίθεται σε τιμή μικρότερη από την ονομαστική της αξία. Στη λήξη της ο κάτοχος εισπράττει την ονομαστική αξία και η διαφορά αυτή αποτελεί τον τόκο.

Τιμή Αγοράς (Market price)

Τιμή αγοράς είναι η τιμή που διαπραγματεύεται ένα χρεόγραφο (π.χ. ομόλογο) στη δευτερογενή αγορά και μπορεί να είναι μεγαλύτερη (άρα το χρεόγραφο διαπραγματεύεται υπέρ το άρτιο, με premium) ή και μικρότερη (άρα το χρεόγραφο διαπραγματεύεται υπό το άρτιο, με discount) από την ονομαστική αξία του χρεογράφου, ανάλογα με την πορεία των επιτοκίων.

Παράδειγμα:

Έστω ομολογία Χ που εκδόθηκε για πρώτη φορά πέρυσι με επιτόκιο 7%. Φέτος ομολογίες με τα ίδια χαρακτηριστικά με την Χ (π.χ. από τον ίδιο οργανισμό, ίδιας διάρκειας ωρίμανσης, ιδίου κινδύνου, κ.λ.π) έχουν επιτόκιο 10% λόγω αύξησης των επιτοκίων στην αγορά.

Ένας επενδυτής στην δευτερογενή αγορά θα αγοράσει την ομολογία Χ μόνον εάν η τιμή της έχει πέσει έτσι ώστε να προσφέρει την ίδια απόδοση με τις καινούριες ομολογίες. Έτσι η Χ θα πωλείται με discount.

Το αντίστροφο μπορεί να συμβεί με εάν τα επιτόκια στην αγορά έχουν μειωθεί και η Χ θα πωλείται με premium.

 

Τιμή Ανοίγματος Ομολόγου (Opening price (bond))

Τιμή ανοίγματος ενός ομολόγου είναι ίδια με τη τιμή εκκίνησης του, επειδή δεν υπάρχει προσυνεδριακή φάση.

Ως τιμή εκκίνησης λαμβάνεται η τιμή κλεισίματος της προηγούμενης ημέρας.

 

Τιμή Εξάσκησης (Strike price / Exercise price)

Τιμή εξάσκησης είναι η τιμή στην οποία μπορεί να εξασκηθεί ένα δικαίωμα προαίρεσης (option), ανεξαρτήτως της τιμής που έχει στην αγορά ο υποκείμενος τίτλος.

Τιμή εξάσκησης για τα:

call options, είναι η τιμή στην οποία μπορεί να αγοραστεί ο υποκείμενος τίτλος του option (μέχρι την ημερομηνία λήξης)

put options, είναι η τιμή στην οποία μπορεί να πωληθεί.

Τιμή εξάσκησης και call options

Αν η τιμή εξάσκησης είναι μικρότερη της αξίας του υποκείμενου τίτλου (in the money / at par), ο επενδυτής κατά την εξάσκηση ή την πώληση του call option θα βγάλει κέρδος.

Αν η τιμή εξάσκησης είναι μεγαλύτερη της αξίας του υποκείμενου τίτλου (out of the money), το option χάνει την αξία του γιατί ο επενδυτής μπορεί να αγοράσει φθηνότερα τον τίτλο στη δευτερογενή αγορά απ’ ότι εξασκώντας το δικαίωμα.

Παράδειγμα:

Ένας επενδυτής αγοράζει ένα call option για 100 μετοχές Χ, με τιμή εξάσκησης 5€ και ημερομηνία λήξης σε ένα χρόνο.

Μετά από ένα χρόνο, αν η μετοχή διαπραγματεύεται σε υψηλότερη τιμή (πχ 6€), ο επενδυτής εξασκεί το δικαίωμα και αγοράζει μετοχές στα 5€, πουλώντας τες στην αγορά 6€ και εισπράττοντας τη διαφορά ως κέρδος.

Αν η τιμή διαπραγματεύεται σε χαμηλότερη τιμή (πχ 4€), ο επενδυτής δεν εξασκεί το δικαίωμα γιατί μπορεί να αγοράσει φτηνότερα από την αγορά.

Τιμή εξάσκησης και put options

Αν η τιμή εξάσκησης είναι μεγαλύτερη της αξίας του υποκείμενου τίτλου (in the money), ο επενδυτής κατά την εξάσκηση ή την πώληση του put option θα βγάλει κέρδος.

Αν η τιμή εξάσκησης είναι μικρότερη της αξίας του υποκείμενου τίτλου (underwater option), το option χάνει την αξία του γιατί ο επενδυτής μπορεί να πουλήσει το ίδιο παράγωγο ακριβότερα στην αγορά απ’ ότι εξασκώντας το δικαίωμα.

Παράδειγμα:

Ένας επενδυτής αγοράζει ένα put option για 100 μετοχές Χ, με τιμή εξάσκησης 5€ και ημερομηνία λήξης σε ένα χρόνο.

Μετά από ένα χρόνο, αν η μετοχή διαπραγματεύεται σε υψηλότερη τιμή (πχ 6€), ο επενδυτής δεν εξασκεί το δικαίωμα γιατί τον συμφέρει περισσότερο να πουλήσει ακριβότερα στην αγορά.

Αν η μετοχή διαπραγματεύεται σε χαμηλότερη τιμή (πχ 4€), ο επενδυτής αγοράζει μετοχές στην αγοραία τιμή και εξασκεί το δικαίωμα πουλώντας τες στην τιμή εξάσκησης, εισπράττοντας τη διαφορά ως κέρδος.

 

Τιμή Κλεισίματος Ομολόγου (Closing price (bond)

Τιμή κλεισίματος ενός ομολόγου είναι ο σταθμισμένος, ανάλογα με τον όγκο, μέσος όρος των συναλλαγών των τελευταίων 30 λεπτών της συνεδρίασης του χρηματιστηρίου.

Ο υπολογισμός της τιμής κλεισίματος των ομολόγων γίνεται ως εξής:

 

Υπολογισμός του σταθμισμένου, με τον όγκο, μέσου όρου της τιμής εκτέλεσης των συναλλαγών στο ομόλογο τα τελευταία 30 λεπτά των συναλλαγών.

Αν δεν υπάρχει συναλλαγή στο διάστημα των τελευταίων 30 λεπτών τότε ο υπολογισμός γίνεται λαμβάνοντας υπόψη τις συναλλαγές των τελευταίων 60 λεπτών.

Αν δεν υπάρχουν συναλλαγές τα τελευταία 60 λεπτά τότε λαμβάνονται υπόψη οι συναλλαγές ολόκληρης της ημέρας.

Αν δεν υπάρχουν συναλλαγές ολόκληρη την ημέρα τότε η τιμή κλεισίματος είναι η τιμή εκκίνησης (opening price) του ομολόγου.

Η διαπραγμάτευση των ομολόγων από το σύστημα ΟΑΣΗΣ, βασίζεται στα παρακάτω χαρακτηριστικά του μοντέλου διαπραγμάτευσης:

Η εισαγωγή εντολών αγοράς και πώλησης γίνεται σε τιμή επί τοις εκατό της ονομαστικής αξίας του ομολόγου εκφρασμένη σε χιλιοστά (π.χ. τιμή 123456 ισοδυναμεί με τιμή 123,456%).

Η κατάταξη των εντολών γίνεται όπως αντίστοιχα στο χρηματιστήριο με τις μετοχές (καλύτερος αγοραστής είναι ο ακριβότερος αγοραστής και καλύτερος πωλητής είναι ο φθηνότερος πωλητής).

Η προτεραιότητα των εντολών βασίζεται στο χρόνο, εφόσον η τιμή ζήτησης ισούται με την τιμή προσφοράς

Οι συναλλαγές εκτελούνται στην τιμή της εντολής που προϋπάρχει στο σύστημα.

Η διαπραγμάτευση βασίζεται στην ανωνυμία του αντισυμβαλλόμενου.

Η διαπραγμάτευση πραγματοποιείται αποκλειστικά μέσω εντολών, δηλαδή δεν υπάρχουν ειδικοί διαπραγματευτές.

To ανώτατο / κατώτατο ημερήσιο επιτρεπόμενο ποσοστό διακύμανσης των τιμών των κινητών αξιών που είναι εισηγμένες για διαπραγμάτευση στην Αγορά Αξιών Σταθερού Εισοδήματος είναι το +/- 4% στην Ελλάδα, εκτός από τα μετατρέψιμα ομόλογα τα οποία διαπραγματεύονται ελεύθερα, δηλαδή χωρίς ημερήσιο όριο διακύμανσης.

 

Τιμή Προσφοράς Χρεογράφου (Bid price)

Τιμή προσφοράς χρεογράφου (bid price) είναι η υψηλότερη τιμή στην οποία ένας επενδυτής είναι διατεθειμένος να αγοράσει ένα χρεόγραφο.

Το αντίθετο είναι η ζητούμενη τιμή χρεογράφου (ask price).

 

Τιτλοποίηση (Securitisation)

Τιτλοποίηση είναι η ομαδοποίηση χρηματοοικονομικών στοιχείων του Ενεργητικού, όπως είναι τα ενυπόθηκα ομόλογα, και η μεταπώληση τους προς φορέα ειδικού σκοπού, ο οποίος στη συνέχεια εκδίδει τίτλους σταθερού εισοδήματος προς πώληση σε επενδυτές.

Το κεφάλαιο και οι τόκοι αυτών των τίτλων εξαρτώνται από τις εισοδηματικές ροές της ομάδας των αρχικών στοιχείων Ενεργητικού.

 

Τοκομερίδιο (Coupon rate)

Τοκομερίδιο είναι η περιοδική πληρωμή που λαμβάνει ο κάτοχος ενός επενδυτικού προϊόντος (π.χ. ομόλογο).

Συχνότητα τοκομεριδίου (coupon frequency)

Τα τοκομερίδια καθορίζονται από το επιτόκιο έκδοσης, καθώς το κουπόνι εκφράζει το επιτόκιο επί της ονομαστικής αξίας του χρεογράφου, και η συχνότητα πληρωμής τους διαφέρει από έκδοση σε έκδοση.

Παράδειγμα:

Τα τοκομερίδια σε κρατικά ομόλογα συνήθως πληρώνονται μία φορά τον χρόνο, εκτός των τοκομεριδίων ομολογιών Η.Π.Α. όπου η πληρωμή γίνεται δύο φορές το χρόνο.

Συνήθως πληρώνονται ανά εξάμηνο, αλλά ενδεχομένως να πληρώνονται και μία φορά τον χρόνο ή και περισσότερες από δυο φορές, π.χ. ανά τρίμηνο.

Παράδειγμα:

Μία 10ετής ομολογία ονομαστικής αξίας 1.000€ και επιτοκίου έκδοσης 7% που πληρώνει τοκομερίδια μία φορά τον χρόνο, θα αποδίδει στον κάτοχο της 7% (70€) κάθε χρόνο για 10 χρόνια.

Στο τέλος της δεκαετίας ο κάτοχος αυτής της ομολογίας θα εισπράξει και την ονομαστική αξία των 1000€. Εάν η ίδια ομολογία πλήρωνε τοκομερίδια 2 φορές τον χρόνο (κάθε εξάμηνο) θα απέδιδε στον κάτοχο της 3,5% (35€) κάθε εξάμηνο για 10 χρόνια.

 

Τρέχουσα Απόδοση (Current yield)

Τρέχουσα απόδοση είναι το ετήσιο έσοδο που αποδίδει ένα χρεόγραφο στον επενδυτή του (τοκομερίδια) διαιρούμενο με την τρέχουσα τιμή αγοράς του, ανεξάρτητα από τη διάρκεια ζωής του.

Υπολογισμός τρέχουσας απόδοσης

 

Αν ένας επενδυτής αγοράσει ένα ομόλογο στην ονομαστική του αξία, η τρέχουσα απόδοση είναι το ονομαστικό επιτόκιο του ομολόγου.

Παράδειγμα:

Η τρέχουσα απόδοση ενός ομολόγου αγορασμένου στην ονομαστική του τιμή, με ονομαστικό επιτόκιο 5% είναι επίσης 5%.

Όμως αν η τρέχουσα αγοραία τιμή του ομολόγου είναι υψηλότερη (υπέρ το άρτιο) ή χαμηλότερη (υπό το άρτιο) από την ονομαστική τότε η τρέχουσα απόδοση θα είναι διαφορετική.

Παράδειγμα:

Έστω ότι ένας επενδυτής αγόρασε ομόλογο 1.000 ευρώ με 5% ονομαστικό επιτόκιο. Αν ανέβουν τα επιτόκια πάνω από 5%, τότε θα αναγκαστεί να το πουλήσει σε τιμή μικρότερη της ονομαστικής (αφού οι επενδυτές σε διαφορετική περίπτωση θα προτιμήσουν τα ομόλογα με υψηλότερο επιτόκιο).

Έστω ότι τελικά το πουλάει για 500 ευρώ, τότε η τρέχουσα απόδοση θα είναι 10% (1.000 ευρώ * 5% /500 ευρώ).

Ωστόσο, ένα πιο σημαντικό μέγεθος που εκφράζει τη συνολική απόδοση που θα λάβει ο επενδυτής εάν κρατήσει ένα ομόλογο μέχρι τη λήξη του είναι η απόδοση στη λήξη (yield to maturity).

Υπευθυνότητα (Accountability)

Υπευθυνότητα (accountability) είναι η ευθύνη που έχει ένα φυσικό ή νομικό πρόσωπο για ένα περιουσιακό στοιχείο ή μια υποχρέωση για τα οποία υποχρεούται να αποδώσει λογαριασμό.

Εναλλακτικά, είναι η υποχρέωση κάθε εταιρείας να γνωστοποιεί στο επενδυτικό κοινό στοιχεία για τον εαυτό της μέσω του Ισολογισμού, της Κατάστασης Αποτελεσμάτων Χρήσης (ΚΑΧ) κλπ.

 

Υπέρ το άρτιο (Premium / Above par)

Διαφορά υπέρ το άρτιο (premium / above par) είναι η διαφορά μεταξύ της ονομαστικής αξίας ενός χρεογράφου κατά την ωρίμανση, και της τρέχουσας τιμής του στην αγορά, όταν αυτή είναι υψηλότερη της ονομαστικής.

Ομόλογα που διαπραγματεύονται στη δευτερογενή αγορά και μοιράζουν σταθερά τοκομερίδια θα διαπραγματεύονται υπέρ το άρτιο (premium / above par) όταν τα επιτόκια των αγορών μειώνονται.

Αυτό θα συμβεί γιατί ενώ ο επενδυτής λαμβάνει σε αξία το ίδιο ποσό, τα μειωμένα επιτόκια προσφέρουν μικρότερες αποδόσεις σε εναλλακτικές επενδύσεις. Οπότε οι επενδυτές θα πληρώσουν ένα επιπλέον ποσό (premium) για να αγοράσουν ένα ομόλογο με υψηλότερες αποδόσεις από αυτές της αγοράς.

Αντίθετα, η άνοδος των επιτοκίων μπορεί να προκαλέσει την διαπραγμάτευση ενός ομολόγου υπό το άρτιο (discount / under par).

Γενικά με premium πωλείται κάτι όταν η τιμή του υπερβαίνει την αντικειμενική/ονομαστική αξία του.

Option premium

Option premium είναι το ποσό που πληρώνει ο αγοραστής και εισπράττει ο πωλητής ενός δικαιώματος προαίρεσης (option), για την παραχώρηση, για συγκεκριμένη περίοδο, δικαιωμάτων αγοράς (call) ή πώλησης (put) ενός χρεογράφου σε μία συγκεκριμένη τιμή εξάσκησης στο μέλλον.

Ένα option premium είναι μη εξαγοράσιμο και ο αγοραστής πρέπει πληρώσει, ανεξάρτητα από το εάν εξασκήσει το δικαίωμα ή όχι.

Το option premium συχνά μεταβάλλεται εξαιτίας των νέων συνθηκών στην αγορά και την διακύμανση άλλων οικονομικών παραγόντων όπως:

η εσωτερική αξία του

το χρονικό διάστημα που απομένει μέχρι τη λήξη του και

οι διακυμάνσεις στην αξία του υποκείμενου περιουσιακού στοιχείου

Premium ασφάλισης

Premium είναι επίσης η τακτική περιοδική πληρωμή που απαιτεί ο ασφαλιστής για να παρέχει κάλυψη σύμφωνα με ένα ασφαλιστήριο συμβόλαιο για μια συγκεκριμένη χρονική περίοδο.

Το premium καταβάλλεται από τον ασφαλισμένο στον ασφαλιστή, και κατά κύριο λόγο αποζημιώνει τον ασφαλιστή για την ανάληψη κινδύνου μελλοντικής πληρωμής προς τον ασφαλισμένο σε περίπτωση ζημίας.

Παράδειγμα:

Ο ιδιοκτήτης ενός αυτοκινήτου μπορεί να ασφαλίσει την αξία του οχήματος του κατά ζημιάς που μπορεί να προκύψει από ατύχημα, κλοπή και άλλες πιθανές αιτίες.

Ο ιδιοκτήτης πληρώνει συνήθως ένα σταθερό ποσό (premium) σε αντάλλαγμα για την εγγύηση της ασφαλιστικής εταιρείας να καλύψει τυχόν οικονομικές απώλειες που θα προκύψουν, σύμφωνα με το ασφαλιστήριο συμβόλαιο που υπέγραψαν τα δύο μέρη.

 

Υπό το άρτιο (Discount / Under par / Below par)

Διαφορά υπό το άρτιο (discount / under par) είναι η διαφορά μεταξύ της ονομαστικής αξίας ενός χρεογράφου κατά την ωρίμανση και της τρέχουσας τιμής του στην αγορά, όταν αυτή είναι χαμηλότερη της ονομαστικής.

Το αντίθετο του “υπό το άρτιο” (discount / below par) είναι το “υπέρ το άρτιο” (premium / over par).

Discount στα ομόλογα

Τα ομόλογα διαπραγματεύονται υπό το άρτιο (discount) επί της ονομαστικής αξίας τους για διάφορους λόγους:

όταν η προσφορά ομολόγων υπερβαίνει τη ζήτηση

όταν η φερεγγυότητα του ομολόγου μειώνεται

όταν ο αντιληπτός κίνδυνος αθέτησης πληρωμής αυξάνεται

Επίσης ομόλογα που διαπραγματεύονται στη δευτερογενή αγορά και μοιράζουν σταθερά τοκομερίδια θα διαπραγματεύονται υπό το άρτιο (discount / below par) όταν τα επιτόκια των αγορών αυξάνονται.

Αυτό θα συμβεί γιατί ενώ ο επενδυτής λαμβάνει σε αξία το ίδιο ποσό, τα αυξημένα επιτόκια προσφέρουν μεγαλύτερες αποδόσεις σε εναλλακτικές επενδύσεις. Οπότε για να πειστούν οι επενδυτές να αγοράσουν ένα ομόλογο με χαμηλότερες αποδόσεις, αυτό θα πρέπει να πωλείται υπό το άρτιο (discount).

Αντίθετα, η άνοδος των επιτοκίων ή μια βελτιωμένη αξιολόγησης της φερεγγυότητας μπορεί να προκαλέσει την διαπραγμάτευση ενός ομολόγου υπέρ το άρτιο (premium / over par).

 

Φαινόμενο του Δείκτη Τιμής προς Κέρδη ανά Μετοχή (P/E) (P/E effect)

Φαινόμενο του δείκτη τιμής προς κέρδη ανά μετοχή (P/E) είναι η θεωρία συμπεριφορικής χρηματοοικονομικής σύμφωνα με την οποία χαρτοφυλάκια που αποτελούνται από μετοχές με χαμηλό P/E, θα έχουν καλύτερη μελλοντική απόδοση από χαρτοφυλάκια που αποτελούνται από μετοχές με υψηλό P/E.

Το φαινόμενο αυτό καταστρατηγεί την αρχή της θεωρίας της Αποτελεσματικής Αγοράς ότι δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν δημοσιευμένα στοιχεία για να προβλεφθούν μελλοντικές αποδόσεις και να επιτευχθούν υπερκέρδη.

 

Φούσκα Χρηματιστηριακών Τιμών (Stock price bubble)

Φούσκα χρηματιστηριακών τιμών (stock price bubble) είναι μια κατάσταση στην οποία οι τιμές των μετοχών (ή άλλων εμπορεύσιμων αξιών) αυξάνονται πάρα πολύ και φτάνουν σε επίπεδα υπερβολικά υψηλά σε σχέση με την θεμελιώδη αξία τους.

Είναι δηλαδή αξιόγραφα σοβαρά υπερτιμημένα. Συνήθως μετά από ένα χρονικό διάστημα η φούσκα τιμών θα σπάσει και οι τιμές θα διορθωθούν με μεγάλη ταχύτητα και βίαια.

Τέτοιες συμπεριφορές των τιμών δεν προβλέπονται σε μία αποτελεσματική αγορά με ορθολογικούς επενδυτές.

Υπάρχουν αρκετά ιστορικά παραδείγματα μη ορθολογικής φούσκας τιμών (irrational bubbles) όπως:

η μανία της τουλίπας (toulipmania) στην Ολλανδία τον 16ο-17ο αιώνα

η φούσκα του South Sea Company στην Αγγλία το 1720

η φούσκα των ηλεκτρονικών στις ΗΠΑ το 1960

η φούσκα των εταιριών υψηλής τεχνολογίας και φυσικά

η φούσκα του Χρηματιστηρίου Αθηνών στην Ελλάδα

Χρονικό μιας φούσκας

Το φαινόμενο της φούσκας έχει μερικά χαρακτηριστικά στοιχεία που τα συναντάμε σε αρκετά παραδείγματα σε πολλές χώρες και αγορές (π.χ. ακίνητα, εμπορεύματα, πετρέλαιο, χρυσός κτλ).

Αρχικά υπάρχει υπερβολική ευφορία και αύξηση της ζήτησης και της συμμετοχής του κοινού (ακόμα και ατόμων άσχετων με επενδύσεις) η οποία οδηγεί σε υπερβολικές τιμές στην αγορά. Κάποια στιγμή η “φούσκα” σπάει και οι τιμές καταρρέουν.

Οι συμπεριφορές αυτές είναι κάθε άλλο παρά ορθολογικές και η συχνότητα με την οποία εμφανίζονται στις αγορές δημιουργεί εύλογα αμφιβολίες για το κατά πόσον οι αγορές είναι πληροφοριακά αποτελεσματικές.

Χαρτοφυλάκιο (Portfolio)

Χαρτοφυλάκιο είναι το σύνολο των περιουσιακών στοιχείων που έχει ένας επενδυτής στην κατοχή του.

Παράδειγμα:

Οι μετοχές, τα ομόλογα, οι τίτλοι ιδιοκτησίας, τα δικαιώματα προαίρεσης κτλ.

Η απόφαση για το ποια περιουσιακά στοιχεία θα έχει στην κατοχή του και σε ποια ποσότητα, ονομάζεται επιλογή χαρτοφυλακίου και μπορεί να είναι να περίπλοκη διαδικασία.

Ωστόσο, τα θεμελιώδη χαρακτηριστικά των περιουσιακών στοιχείων, που βαραίνουν στην επιλογή χαρτοφυλακίου, είναι τρία:

η προσδοκώμενη απόδοση

ο κίνδυνος κι

η ρευστότητα

1) Προσδοκώμενη απόδοση

Η ποσοστιαία απόδοση ενός περιουσιακού στοιχείου είναι η ποσοστιαία αύξηση της τιμής του στο χρόνο.

Παράδειγμα:

Η απόδοση ενός τραπεζικού λογαριασμού είναι το επιτόκιο που αυτός αποφέρει. Η απόδοση μιας μετοχής είναι το άθροισμα του μερίσματος που αποδίδει συν οποιαδήποτε αύξηση της τιμής της.

Είναι φανερό ότι η υψηλή απόδοση είναι ένα επιθυμητό χαρακτηριστικό για οποιοδήποτε περιουσιακό στοιχείο γιατί όσο υψηλότερη είναι η απόδοση ενός χαρτοφυλακίου, τόσο μεγαλύτερη κατανάλωση θα μπορεί να απολαμβάνει στο μέλλον ο κάτοχος του.

2) Κίνδυνος

Ο κίνδυνος σχετίζεται με την αβεβαιότητα της απόδοσης που θα αποφέρει. Ένα χαρτοφυλάκιο έχει υψηλό κίνδυνο όταν υπάρχει μεγάλη πιθανότητα η πραγματική του απόδοση να διαφέρει κατά πολύ από την προσδοκώμενη.

Παράδειγμα:

Η μετοχή μιας νεοϊδρυθείσας εταιρίας του διαδικτύου, όπου η τιμή της θα δεκαπλασιαστεί αν η εταιρία πετύχει, αλλά στην αντίθετη περίπτωση δεν θα έχει καμιά αξία για τους μετόχους της.

Επειδή στους περισσότερους επενδυτές δεν αρέσει ο κίνδυνος, κρατούν περιουσιακά στοιχεία με υψηλό κίνδυνο μόνον όταν η προσδοκώμενη απόδοση τους είναι μεγαλύτερη από την προσδοκώμενη απόδοση ενός σχετικά ασφαλούς περιουσιακού στοιχείου, όπως τα κρατικά ομόλογα.

3) Ρευστότητα

Η ρευστότητα ενός περιουσιακού στοιχείου είναι η εύκολη κι άμεση ανταλλαγή του με αγαθά, υπηρεσίες ή άλλα περιουσιακά στοιχεία. Επειδή είναι αποδεκτό άμεσα ως μέσο συναλλαγών, το χρήμα διακρίνεται από υψηλή ρευστότητα.

Παράδειγμα:

Ένα περιουσιακό στοιχείο που ρευστοποιείται δύσκολα είναι το αυτοκίνητο. Χρειάζεται χρόνος και κόπος για την ανταλλαγή ενός μεταχειρισμένου αυτοκινήτου με άλλα αγαθά κι υπηρεσίες, διότι πρέπει να βρεθεί κάποιος ενδιαφερόμενος να το αγοράσει και να μεταβιβαστεί σε αυτόν νόμιμα.

Η ρευστότητα κάνει τις συναλλαγές ευκολότερες και φθηνότερες, παρέχοντας ευελιξία στον κάτοχο του χαρτοφυλακίου, γιατί ένα περιουσιακό στοιχείο που ρευστοποιείται εύκολα μπορεί να μετατραπεί σε χρήμα γρήγορα αν υπάρχει άμεση ανάγκη κεφαλαίων ή προκύψει μια καλή επενδυτική ευκαιρία.

Συνεπώς, ceteris paribus, όσο πιο εύκολα ρευστοποιείται ένα περιουσιακό στοιχείο, τόσο ελκυστικότερο είναι για όσους έχουν πλούτο.

Ζήτηση περιουσιακών στοιχείων

Συνήθως, υπάρχει μια ανταγωνιστική σχέση μεταξύ των τριών χαρακτηριστικών που κάνουν ελκυστικό ένα περιουσιακό στοιχείο: υψηλή απόδοση, ασφάλεια (χαμηλός κίνδυνος) και ρευστότητα.

Παράδειγμα:

Ένα ασφαλές και εύκολα ρευστοποιήσιμο περιουσιακό στοιχείο, όπως ένας λογαριασμός όψεως, συνήθως έχει χαμηλή προσδοκώμενη απόδοση.

Η ουσία της επιλογής χαρτοφυλακίου είναι ο προσδιορισμός εκείνων των περιουσιακών στοιχείων που συνολικά επιτυγχάνουν το συνδυασμό προσδοκώμενης απόδοσης, ασφάλειας και ρευστότητας που προτιμά ο κάτοχος πλούτου.

 

 

Χαρτοφυλάκιο Αναφοράς (Portfolio benchmark)

Χαρτοφυλάκιο αναφοράς είναι ένα χαρτοφυλάκιο που καταρτίζεται για να παράσχει στους διαχειριστές κεφαλαίων ένα σημείο αναφοράς για τη μέτρηση της απόδοσης και των κινδύνων των τοποθετήσεων τους.

Παράδειγμα:

Σε ένα χαρτοφυλάκιο αναφοράς χρεογράφων (benchmark portfolio) συνήθως περιλαμβάνονται οι αποδόσεις του 10χρονου ομολόγου του γερμανικού και του ιαπωνικού δημοσίου ή του 30χρονου ομολόγου του θησαυροφυλακίου των ΗΠΑ.

Ένα χαρτοφυλάκιο αναφοράς συνήθως περιέχει σταθερές αναλογίες, υψηλής απόδοσης περιουσιακών στοιχείων (π.χ έντοκα γραμμάτια και ομόλογα συγκεκριμένης έκδοσης και απόδοσης μέχρι τη λήξη). Η μέτρηση της απόδοσης της επένδυσης κάθε στοιχείου υπολογίζεται από ένα κατάλληλο δείκτη.

Η απόδοση αυτή είναι η ελάχιστη αναμενόμενη απόδοση, ενώ ο διαχειριστής κεφαλαίων μπορεί να επιτύχει μεγαλύτερη απόδοση (out performance) ανάλογα με τις ικανότητές του. Ενδέχεται, όμως, λόγω ανεπιτυχών προβλέψεων και χειρισμών να καταγράψει απόδοση μικρότερη του benchmark (under-performance).

Τα χαρτοφυλάκια αναφοράς (benchmark portfolios) είναι διαφορετικά από επενδυτή σε επενδυτή, διότι εξαρτώνται από την έκταση του αναλαμβανόμενου κινδύνου και τους επενδυτικούς στόχους.

 

Χρεόγραφο (Security)

Χρεόγραφο είναι ένα επενδυτικό διαπραγματεύσιμο προϊόν που εκδίδεται από μια κυβέρνηση, μια εταιρία ή κάποιο άλλο οργανισμό, αντιπροσωπεύει οικονομική αξία και αποτελεί αποδεικτικό χρέους ή δικαίωμα σε διανεμόμενα κέρδη.

Το νομικό πρόσωπο που εκδίδει χρεόγραφα ονομάζεται εκδότης (issuer) ενώ σε αυτά περιλαμβάνονται:

ομόλογα,

έντοκα γραμμάτια Δημοσίου,

μερίδια αμοιβαίων κεφαλαίων,

προθεσμιακά συμβόλαια (forwards),

συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης (futures),

συμβόλαια δικαιωμάτων προαίρεσης,

παραστατικά απόκτησης μετοχών (warrants),

οι μετοχές

κι άλλα προϊόντα που μπορούν να διαπραγματεύονται στη χρηματοπιστωτική αγορά.

 

Χρηματιστηριακό dumping (Dumping)

Dumping είναι η τακτική πώλησης προϊόντων και εμπορευμάτων στην εγχώρια ή στην ξένη αγορά σε τιμές χαμηλότερες από αυτές που επικρατούν ήδη ή σε τιμές κάτω του κόστους παραγωγής.

Με τον τρόπο αυτό επιδιώκεται η κατάκτηση της αγοράς στην οποία διοχετεύονται τα προϊόντα και η εκτόπιση όλων των ανταγωνιστών, ώστε κατόπιν να αυξηθούν οι τιμές για να γίνει απόσβεση της αρχικής επένδυσης.

Το dumping είναι μία μέθοδος επιθετικής τιμολογιακής πολιτικής (predatory pricing) κι όπως όλες οι μονοπωλιακές τακτικές, θεωρείται παράνομο.

Παράδειγμα:

Έστω δύο εταιρείες που πωλούν πανομοιότυπα προϊόντα, όπου η εταιρία Y είναι εγχώρια και η εταιρεία Χ είναι ξένη. Η εταιρεία X επιθυμεί να οδηγήσει την εταιρεία Υ εκτός αγοράς, γι’ αυτό τιμολογεί τα προϊόντα της πολύ χαμηλότερα από το κόστος παραγωγής τους.

Η εταιρεία Υ προκειμένου να παραμείνει ανταγωνιστική μειώνει τις τιμές της, μειώνοντας τα περιθώρια κέρδους της και τελικά αποσύρεται από την αγορά.

Οι άνθρωποι που απασχολούνται σε μια εγχώρια βιομηχανία και αισθάνονται ότι απειλούνται από το dumping προσπαθούν να πείσουν την κυβέρνηση να τους προστατεύσει υιοθετώντας προστατευτικά μέτρα όπως η επιβολή δασμών και ποσοστώσεων.

Δασμοί antidumping

Δασμοί antidumping είναι οι δασμοί που επιβάλλονται σε εισαγόμενα προϊόντα με ασυνήθιστα χαμηλές τιμές ώστε να προστατευτεί η εγχώρια βιομηχανία από τον αθέμιτο ανταγωνισμό.

Οι δασμοί antidumping ισούνται γενικά με την διαφορά μεταξύ της εγχώριας τιμής του αγαθού και της αγοραίας τιμής του ίδιου προϊόντος σε αγορές του εξωτερικού.

Dumping στο Χρηματιστήριο

Στα χρηματιστήρια ο όρος dumping αφορά μια απαγορευμένη τακτική όπου διοχετεύεται ξαφνικά στην αγορά ένας μεγάλος αριθμός εντολών αγοράς άμεσης εκτέλεσης καθώς και συμβάσεων αγοραπωλησίας χρηματοοικονομικών προϊόντων όπως τα δικαιώματα προαίρεσης (options).

 

 

Χρηματιστήριο (Stock exchange)

Χρηματιστήριο είναι μια επίσημη, οργανωμένη και ελεγχόμενη αγορά κινητών αξιών, οι τιμές των οποίων προσδιορίζονται από τις δυνάμεις προσφοράς και ζήτησης.

Το χρηματιστήριο είναι ο χώρος όπου συναντώνται οι αντίθετες προσδοκίες των επενδυτών για τη διαμόρφωση των τιμών των μετοχών μια συγκεκριμένη χρονική στιγμή.

Πιο συγκεκριμένα, στην αγορά  του χρηματιστηρίου πάντοτε υπάρχουν κάποιοι επενδυτές που πιστεύουν ότι η τιμή μιας μετοχής πρόκειται να υποχωρήσει και κάποιοι άλλοι που για διαφορετικούς λόγους πιστεύουν ότι η τιμή της ίδιας μετοχής πρόκειται να ανέλθει.

Οι πρώτοι, προσπαθώντας να πουλήσουν τις μετοχές που κατέχουν, πιέζουν την τιμή της μετοχής πτωτικά, ενώ οι δεύτεροι προσπαθώντας να  αγοράσουν, πιέζουν την τιμή της μετοχής ανοδικά και με αυτόν τον τρόπο διαμορφώνεται μια τιμή όπου η προσφορά και η ζήτηση ισορροπούν μια δεδομένη χρονική στιγμή.

Ο επενδυτής βλέπει το χρηματιστήριο ως μια εναλλακτική μορφή τοποθέτησης των χρημάτων που αποταμιεύει, με σκοπό την επιδίωξη ικανοποιητικής απόδοσης, υψηλότερης  από αυτήν που προσφέρουν επενδύσεις όπως οι τραπεζικές καταθέσεις και τα κρατικά ομόλογα.

Χρηματιστήριο και επιχειρήσεις

Το χρηματιστήριο αποτελεί επίσης μέρος του συνολικού χρηματοδοτικού συστήματος και, όπως οι τράπεζες, παρέχει τα μέσα και τις υπηρεσίες για τη μεταβίβαση χρηματικών πόρων από τις αποταμιεύσεις των επενδυτών στις επιχειρήσεις, οι οποίες με αυτά τα κεφάλαια υλοποιούν τα επενδυτικά τους προγράμματα.

Το ευρύ επενδυτικό κοινό, μέσω του χρηματιστηρίου, διοχετεύει αποταμιευτικά κεφάλαια στις επιχειρήσεις και προσδοκά θετικές αποδόσεις, που επιτυγχάνονται μέσα από την αναπτυξιακή πορεία της επιχείρησης που οδηγεί σε ανοδική πορεία τη τιμή της μετοχής (κεφαλαιακά κέρδη) καθώς και σε μερισματικές αποδόσεις.

Οι επιχειρήσεις μπορούν να αντλήσουν κεφάλαια από το ευρύ  επενδυτικό κοινό, τόσο κατά την εισαγωγή τους στο χρηματιστήριο, εφόσον εισάγονται μετά από αύξηση μετοχικού κεφαλαίου με δημόσια εγγραφή, όσο και αργότερα μέσω νέων αυξήσεων μετοχικού κεφαλαίου.

Συναλλαγές στο χρηματιστήριο

Τα αξιόγραφα τα οποία διαπραγματεύονται σε ένα χρηματιστήριο είναι μετοχές, ομόλογα, εμπορικές ομολογίες (κοινές και μετατρέψιμες) καθώς και δικαιώματα προτίμησης. Ο μεγαλύτερος όγκος συναλλαγών, καθημερινά, αφορά τις συναλλαγές των μετοχών.

Όλες οι εντολές συναλλαγών εκτελούνται μέσω του Ολοκληρωμένου Αυτοματοποιημένου Συστήματος Ηλεκτρονικών Συναλλαγών (ΟΑΣΗΣ) κατά τις ώρες διεξαγωγής των συναλλαγών, που προσδιορίζονται με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου του χρηματιστηρίου. Οι εντολές εισάγονται στο ΟΑΣΗΣ από τα τερματικά των μελών του Χρηματιστηρίου τα οποία είναι Ανώνυμες Χρηματιστηριακές Εταιρείες (ΑΧΕ) και τράπεζες.

Όλες οι εντολές που εισάγονται στο ΟΑΣΗΣ πριν την έναρξη της κύριας φάσης της συνεδρίασης (προσυνεδρίαση) συμμετέχουν στη διαμόρφωση της τιμής ανοίγματος. Αν για μια μετοχή δεν  υπάρχουν εντολές με όριο τιμής τότε η τιμή ανοίγματος της συγκεκριμένης μετοχής είναι ίδια με την τιμή κλεισίματος της προηγούμενης ημέρας κατάλληλα προσαρμοσμένη για τυχόν εταιρικές  πράξεις.

Το κριτήριο που χρησιμοποιείται για τον προσδιορισμό της τιμής ανοίγματος είναι η μεγιστοποίηση του όγκου των συναλλαγών, που ουσιαστικά προσδιορίζει και το σημείο βέλτιστης ισορροπίας μεταξύ προσφοράς και ζήτησης για κάθε αξιόγραφο τη δεδομένη αυτή χρονική στιγμή. Κατά τη διάρκεια των συναλλαγών οι εντολές συνδυάζονται με βάση την τιμή (η εντολή αγοράς με την μεγαλύτερη τιμή συνδυάζεται με την εντολή πώλησης με τη χαμηλότερη τιμή) και το χρόνο εισαγωγής τους στο ΟΑΣΗΣ.

Εκκαθάριση συναλλαγών στο χρηματιστήριο

Το Κεντρικό Αποθετήριο Αξιών (ΚΑΑ) είναι ο κεντρικός φορέας που έχει αναλάβει την εκκαθάριση των χρηματιστηριακών συναλλαγών επί κινητών αξιών, δηλαδή την τακτοποίηση  των υποχρεώσεων των μερών που προέβησαν σε συναλλαγές μετοχών, ομολόγων και δικαιωμάτων και τη διαχείριση του Συστήματος Άυλων Τίτλων (ΣΑΤ).

Στην  εκκαθάριση των χρηματιστηριακών συναλλαγών συμμετέχουν οι χειριστές του ΣΑΤ, δηλαδή τα μέλη της Αγοράς Αξιών του Χρηματιστηρίου (ΑΧΕ και τράπεζες), ενώ δε μετέχουν οι απλοί επενδυτές.

Στο τέλος κάθε συνεδρίασης το ΚΑΑ ενημερώνεται ηλεκτρονικά από το Χρηματιστήριο για τις συναλλαγές της ημέρας, ενώ την ίδια ημέρα τα μέλη της Αγοράς Αξιών του Χρηματιστηρίου παραδίδουν στο ΚΑΑ καταστάσεις με τις συναλλαγές  που πραγματοποίησαν τη συγκεκριμένη ημέρα και το ΚΑΑ αναλαμβάνει την εκκαθάρισή τους.

Στη συνέχεια, το ΚΑΑ μέσω του ΣΑΤ επεξεργάζεται τις πληροφορίες που παρέλαβε  από το Χρηματιστήριο και τα μέλη της Αγοράς Αξιών του. Οι πληροφορίες περιλαμβάνουν τις συναλλαγές της ημέρας με το όνομα και τον κωδικό της κινητής αξίας, το όνομα του αντισυμβαλλόμενου  μέλους, τη τιμή και τη ποσότητα της κινητής αξίας και τη συνολική αξία των συναλλαγών, ξεχωριστά για τις αγορές και τις πωλήσεις.

 

Μετά την αντιπαραβολή και συμφωνία των στοιχείων  εκτυπώνεται η τελική κατάσταση εκκαθάρισης τίτλων και μετρητών. Έπειτα οριστικοποιούνται τα αποτελέσματα, ενώ η τελική κατάσταση εκκαθάρισης η οποία περιλαμβάνει τις υποχρεώσεις σε τίτλους και μετρητά των μελών της Αγοράς Αξιών του Χρηματιστηρίου παραδίδεται σε κάθε μέλος κατά την ημέρα διακανονισμού.

Την ημέρα αυτή γίνονται οι κατάλληλες μεταφορές ποσών και κινητών αξιών από τους αντίστοιχους λογαριασμούς ΣΑΤ.

 

Χρηματοπιστωτική Αγορά (Financial market)

Χρηματοπιστωτική αγορά είναι το σύνολο των αγορών όπου οι επενδυτές αγοράζουν και πουλάνε φυσικά και χρηματιστικά περιουσιακά στοιχεία ή χρηματοπιστωτικές απαιτήσεις.

Παράδειγμα:

Στις χρηματοπιστωτικές αγορές, αγοράζονται και πωλούνται χρυσός, σπίτια, μετοχές, ομόλογα κτλ.

Αυτές οι απαιτήσεις διαφέρουν όχι μόνον ως προς τους εκδότες τους, αλλά και ως προς την ωρίμανση τους, τον κίνδυνο αθέτησης τους, τη φορολογική τους μεταχείριση και τη διαπραγματευσιμότητα τους.

 

Χρηματοπιστωτική Σταθερότητα (Financial stability)

Χρηματοπιστωτική σταθερότητα είναι η κατάσταση στην οποία οι χρηματαγορές, οι αγορές συναλλάγματος, οι κεφαλαιαγορές, οι κεντρικές τράπεζες, κι άλλα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα συνεχίζουν να λειτουργούν απρόσκοπτα ακόμα και σε περιόδους μεγάλων αναταραχών (shocks).

Η χρηματοπιστωτική σταθερότητα περιλαμβάνει τη νομισματική σταθερότητα, τη σταθερότητα των συστημάτων πληρωμών και την υγιή λειτουργία του ευρύτερου χρηματοοικονομικού συστήματος δηλαδή του τραπεζικού και του ευρύτερου χρηματοπιστωτικού συστήματος, των ασφαλιστικών εταιριών, των ταμείων κοινωνικής ασφάλισης, των χρηματιστηρίων, των αγορών παραγώγων και εμπορευμάτων και της πρωτογενούς αγοράς έκδοσης τίτλων.

Ένα από τα σπουδαιότερα καθήκοντα των κεντρικών τραπεζών είναι η εξασφάλιση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας, γι’ αυτό εκτός από την επίτευξη της νομισματικής σταθερότητας και της επιτήρησης των συστημάτων πληρωμών, οι κεντρικές τράπεζες πρέπει να συνεργάζονται άψογα και απρόσκοπτα με όλους τους φορείς υπεύθυνους για την εποπτεία των αγορών.

 

Χρηματοπιστωτικοί Οργανισμοί (Financial institutions)

Χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί είναι δημόσιοι οργανισμοί ή ιδιωτικές εταιρείες διαχείρισης κεφαλαίων που λειτουργούν ως ενδιάμεσοι μεταξύ των αποταμιευτών κεφαλαίου και των δανειοληπτών.

Πιο συγκεκριμένα, συλλέγουν κεφάλαια από το κοινό και τα επενδύουν κυρίως σε χρηματοοικονομικά στοιχεία Ενεργητικού, όπως οι μετοχές εταιρειών, τα ομόλογα και άλλα χρεόγραφα ή τα δανείζουν απευθείας στους δανειολήπτες.

Σε κάθε οικονομία λειτουργεί σημαντικός αριθμός χρηματοπιστωτικών οργανισμών οι οποίοι υπάρχουν, επειδή το κόστος παραγωγής πολλών και διαφορετικών μεταξύ τους χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών, σε μικρές ποσότητες, είναι τόσο υψηλό, ώστε αποτελεί ανατρεπτικό παράγοντα εισόδου των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων στην άμεση αγορά.

Λειτουργίες χρηματοπιστωτικών οργανισμών

Οι βασικές λειτουργίες που επιτελούν οι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί στην οικονομία είναι:

1) Η δυνατότητα μετατροπής πόρων βραχυπρόθεσμης λήξης σε μακροπρόθεσμης

Παράδειγμα:

Ένας οργανισμός αποταμιεύσεων και δανείων (μία τράπεζα) μπορεί να συγκεντρώσει κεφάλαια χρησιμοποιώντας λογαριασμούς όψεως ή βραχυπρόθεσμα πιστοποιητικά καταθέσεων, και να τα επενδύσει σε μακροπρόθεσμα στεγαστικά δάνεια.

2) Η διαφοροποίηση κινδύνου

Παράδειγμα:

Οι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί μπορούν να αγοράζουν χρεόγραφα με διαφορετικούς βαθμούς απόδοσης και κινδύνου και κατόπιν να προσφέρουν στους αποταμιευτές απαιτήσεις που βασίζονται σε ένα διαφοροποιημένο χαρτοφύλακιο.

3) Η προσφορά απαιτήσεων με μεγάλη ρευστότητα

Παράδειγμα:

Οι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί έχουν την ικανότητα να συγκεντρώνουν χρήματα από πολλές και ανεξάρτητες μεταξύ τους μονάδες, όπως είναι οι λογαριασμοί όψεως ή ταμιευτηρίου.

 

4) Συγκεντρώνοντας χρηματικούς πόρους από διάφορες πηγές, μπορούν και επενδύουν άμεσα σε χρεόγραφα ποικίλων αξιών. Αυτή η λειτουργία είναι ιδιαίτερα σημαντική για τους μικροαποταμιευτές, οι οποίοι δεν έχουν αρκετά χρήματα να επενδύσουν απευθείας σε χρεόγραφα μεγάλων αξιών, τα οποία διαπραγματεύονται στη δευτερογενή αγορά.

Κατηγορίες χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων

Υπάρχουν δύο κύριοι τύποι χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, ανάλογα με τον τρόπο που αποκτούν και επενδύουν τα κεφάλαιά τους, οι οποίοι είναι οι εξής:

Οργανισμοί ή ιδρύματα που δέχονται καταθέσεις, όπως οι τράπεζες και οι πιστωτικές ενώσεις, οι οποίες λαμβάνουν καταθέσεις, χρησιμοποιώντας τες στη συνέχεια για να προσφέρουν δάνεια σε άλλους πελάτες, προσφέροντας μια σταθερή περιοδική απόδοση από τους τόκους των δανείων.

Οργανισμοί ή ιδρύματα που δε δέχονται καταθέσεις, όπως οι ασφαλιστικές εταιρείες, που εισπράττουν χρήματα από την πώληση ασφαλιστήριων συμβολαίων ζωής, μεριδίων σε αμοιβαία κεφάλαια ή μετοχών στο κοινό και προσφέρουν κέρδη με τη μορφή περιοδικών πληρωμών.

Παράδειγμα:

Οι χρηματιστηριακές εταιρείες τοποθετούν τα χρήματα των πελατών τους σε πιστοποιητικά καταθέσεων και αμοιβαία κεφάλαια, ενώ ταυτόχρονα πωλούν ασφαλιστήρια συμβόλαια.

Τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα μπορούν να κατηγοριοποιηθούν επιπλέον και με βάση την υπηρεσία που προσφέρουν:

Τράπεζες (banks)

Πιστωτικές ενώσεις (credit unions)

Ασφαλιστικές εταιρείες (insurance companies)

Οικονομικές εταιρείες (finance companies)

Τράπεζες στεγαστικών δανείων (mortgage banks)

Εταιρίες χρηματοδότησης πελατών (consumer finance companies)

Συνταξιοδοτικά ταμεία (pension funds)

Τράπεζες χρηματοδότησης (trust companies)

Οργανισμοί αποταμιεύσεων και δανείων (savings and loan associations)

 

Χρυσή Μετοχή (Golden share)

Χρυσή μετοχή είναι μια ονομαστική μετοχή που παρέχει για ορισμένο χρονικό διάστημα από την έκδοσή της προνομιακά δικαιώματα στον κάτοχο αυτής στη γενική συνέλευση των μετόχων (πχ το δικαίωμα της αρνησικυρίας (εξάσκηση βέτο) σε συγκεκριμένες περιπτώσεις, όπως για παράδειγμα κατά την πώληση μετοχών σε ιδιώτες πάνω από ένα ορισμένο ποσοστό του μετοχικού κεφαλαίου ή σε άλλες αποφάσεις στρατηγικού χαρακτήρα.

Συχνά οι κυβερνήσεις, με την ιδιότητα του μετόχου, έχουν στην κατοχή τους τέτοιου είδους μετοχές σε δημόσιες επιχειρήσεις όταν βρίσκονται στο στάδιο της ιδιωτικοποίησης και με αυτές κάνουν υποχρεωτική την παροχή υπηρεσιών σε όλη την επικράτεια και σε όλους τους πολίτες και επιχειρήσεις.

Ψυχολογία της Αγέλης (Herd behavior)

Αγελαία συμπεριφορά ή ψυχολογία της αγέλης είναι ο τρόπος που δραστηριοποιείται και συμπεριφέρεται μια ομάδα επενδυτών, χωρίς προγραμματισμένη κατεύθυνση, σαν αγέλη, μιμούμενοι συμπεριφορές άλλων επενδυτών στις αγορές.

Η οικονομική επιστήμη και η σύγχρονη ψυχολογία χρησιμοποιούν τη θεωρία της αγελαίας συμπεριφοράς για να εξηγήσουν φαινόμενα όπου ένα μεγάλο πλήθος ανθρώπων δρουν με τον ίδιο τρόπο την ίδια χρονική στιγμή και συχνά παρουσιάζουν παρόμοιες συμπεριφορές κατά τη διαδικασία λήψης αποφάσεων.

Στα χρηματοοικονομικά, η ψυχολογία της αγέλης αφορά περιπτώσεις στις οποίες πολλοί επενδυτές στρέφονται αναίτια προς συγκεκριμένες επενδύσεις κατά την ίδια χρονική περίοδο, απλά και μόνο ωθούμενοι από το γεγονός ότι ένας μεγάλος αριθμός traders έδειξε ενδιαφέρον γι’ αυτές.

Ο φόβος της μετάνοιας (fear of regret) για μια επενδυτική ευκαιρία, αποτελεί συχνά το κίνητρο πίσω από την αγελαία συμπεριφορά, ενώ χαρακτηριστικό παράδειγμα της επίδρασης της ψυχολογίας της αγέλης αποτελούν οι noise traders.

Χρηματιστηριακές Φούσκες

Η αγελαία συμπεριφορά συναντάται και στις χρηματαγορές όπου μεμονωμένοι επενδυτές, επηρεαζόμενοι από βιαστικές και μη-ορθολογικές κινήσεις του πλήθους, προβαίνουν σε ανεξήγητες πράξεις που δεν μπορούν να εξηγηθούν με την τεχνική ανάλυση.

Στην προσπάθεια τους να μιμηθούν ο ένας τον άλλο, αυτές οι μαζικές τάσεις καταλήγουν είτε σε φούσκες (μαζικές αγορές ομοειδών μετοχών) είτε σε κραχ (ξαφνικές πωλήσεις χρεογράφων ή άλλων περιουσιακών στοιχείων)

 

Παράδειγμα:

Η ψυχολογία της αγέλης θεωρείται μεταξύ άλλων κι ένας από τους υπεύθυνους για την τόσο ραγδαία εξάπλωση της κρίσης των στεγαστικών δανείων που ξέσπασε το 2008 στις ΗΠΑ. Τότε αρχικά οι οίκοι αξιολόγησης έριξαν κατακόρυφα την βαθμολογία των επενδυτικών προϊόντων που βασίζονταν σε στεγαστικά δάνεια (CDS), κάτι που προκάλεσε πανικό στις αγορές.

Στη συνέχεια αμοιβαία κεφάλαια, επενδυτικές τράπεζες, χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, συνταξιοδοτικά ταμεία (pension funds) και επενδυτές προσπάθησαν μαζικά να ξεφορτωθούν από τα χαρτοφυλάκια τους αυτά τα προϊόντα, προκαλώντας κραχ στις αγορές κι εξωθώντας αρκετές τράπεζες και εταιρίες σε πτώχευση.

Οι παραπάνω κινήσεις βασίζονται περισσότερο σε συναισθηματικούς παράγοντες (απληστία στις φούσκες / πανικός στα κραχ) παρά σε ορθολογική αντιμετώπιση, ενώ παρόμοιες θεωρίες έχουν αναπτυχθεί και μελετηθεί από την επιστήμη της Συμπεριφορικής Χρηματοοικονομικής.

Ωρίμανση (Maturity)

Ωρίμανση είναι η ημερομηνία στην οποία θα εξοφληθεί ένα χρεόγραφο (π.χ. ομόλογο), δηλαδή η ημερομηνία στην οποία ο κάτοχος του χρεογράφου θα εισπράξει την ονομαστική αξία.

Η διάρκεια μέχρι την ωρίμανση θα είναι ο χρόνος που απομένει μέχρι να εξοφληθεί το χρεόγραφο και είναι δεδομένη.

Παράδειγμα:

Ένα 10ετές ομόλογο που εκδόθηκε πριν 4 χρόνια θα έχει διάρκεια μέχρι την λήξη σε 6 χρόνια.

Υπάρχουν όμως και ομόλογα που δεν έχουν ημερομηνία ωρίμανσης (perpetual maturity) ή ομόλογα που δίνουν το δικαίωμα στον εκδότη τους να αναβάλει την ωρίμανση (extendible maturity) ή που παρέχουν τη δυνατότητα ανάκλησης, χαρακτηριστικό που μπορεί να επηρεάσει την ημερομηνία επιστροφής του κεφαλαίου.

Οι βασικότερες κατηγορίες διάρκειας ζωής ενός ομολόγου είναι:

Βραχυπρόθεσμα (διάρκεια 1-3 έτη)

Μεσοπρόθεσμα (διάρκεια 3-10 έτη)

Μακροπρόθεσμα (διάρκεια μεγαλύτερη των 10 ετών)